Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Ακούς εκεί! τι άλλο θα έσφαξαν από πετεινό, παιδί μου . . . καλά εξεφάντωσαν εκείνοι, με τον πετεινό, τον μικρόν εκείνο . . . Μακάρι να είχαμε κ' εμείς ένανε! — Τώρα τον είχα μελετήσει, μάνα, και του έταξα του γυιου μου ένα πετεινάρι, είπεν η Μαχώ.

Και τώρ' αποτελείωσε μ' ακόμ' αυτόν τον πόθον· Τώρα σήκωσ' τους Δαναούς το κακόν πάθος πλέον. Έτσ' είπε προσευχόμενος, τον άκουσ' ο Απόλλων. Λοιπόν σαν προσευχήθηκαν, κ' έρριξαν ουλοχύταις, Απάνω στρέψαν τους λαιμούς, και έσφαξαν, κ' εγδάραν· Και τα μηριά τα έκαψαν, τα σκέπασαν με πάχος, Διπλόνοντας, και έθεσαν τα σπλάγχν' απάν' 'ς εκείνα.

Μόνο μερικοί γέροι απομείνανε στο χωριό. Τους έσφαξαν όλους. Μα ας τα πούμε με τη σειρά τους αυτά τα δικά μας, να μάθετε και γιατί αυτή την ώρα δεν τη χαρούμαστε την κατακαημένη μας την Καλλίτσα. Ανασηκώνεται εδώ άξαφνα ο Μυλόρδος μ' ολοάνοιχτα μάτια. Γλήγορα όμως συμμαζώχτηκε πάλι, ίσως να την καλακούση την ιστορία. — Είχαμε τότες θανατικό στο χωριό μας, λέει ο Προεστός.

Πριν φθάσωσιν όμως εις την Κύρνον διέβησαν διά της Φωκαίας και έσφαξαν τους Πέρσας φρουρούς τους οποίους ο Άρπαγος είχεν αφήσει διά να φυλάττωσι την πόλιν.

Οι πραγματευταί που ήταν μαζί μου, χωρίς να χάσουν καιρό αλλ' ούτε να με ερωτήσουν, ετσάκισαν το αυγόν με τα τσεκούρια και έβγαλαν το πουλί ζωντανόν· έπειτα το έσφαξαν και μαγειρεύοντές το, το έφαγον και προ τού να τελειώσουν το τοιούτον γεύμα, εφάνησαν μακρόθεν ωσάν δύο σύννεφα μεγάλα, που επέτοντο εις τον αέρα.

Μητέρα, είπεν έντρομος· άκουσα έναν πετεινό . . . είναι το ζώδιο του σπιτιού μας! Η μήτηρ του δεν απεκρίθη, εκοιμάτο βαθειά. — Πες μου, μητέρα, επανέλαβεν ο Φάλκος, σείων αυτήν διά να την εξυπνήσηεπειδή ησθάνετο τώρα μεγαλειτέραν ανάγκην συντροφιάς, και προ πάντων της ανθρωπίνης ομιλίαςπες μου, τι πράγμα είχαν σφάξει όταν το έχτισαν αυτό το σπιτάκι; Δεν έσφαξαν πετεινό;

Οι Θράκες ώρμησαν εντός της Μυκαλησσού, ελήστευσαν τας οικίας και τα ιερά και εφόνευσαν τους κατοίκους, μηδέ του γήρατος μηδέ της νεαράς ηλικίας φεισθέντες· έσφαξαν παν το προστυχόν, παίδας, γυναίκας, υποζύγια και παν ό,τι έβλεπαν έμψυχον, διότι το γένος των Θρακών, όμοιον με τους μάλλον βαρβάρους, άμα δεν έχη να φοβηθή τι, είναι φονικώτατον.

Ποίος κατοικεί τον Πύργον μας, Γιάννη ; ― Του Νεσήπ Αγά το χαρέμι. ― Τι είναι ο Νεσήπ Αγάς ; ― Ένας από τους αρχηγούς των Ανατολιτών, οι οποίοι μας κατέστρεψαν. ― Και αυτός δεν κατοικεί εδώ; ― Αύριον περιμένεται. ― Έχει Χριστιανάς εις το χαρέμι του; ― Μόνον του Καλάνη την κόρην. ― Ο Καλάνης τι έγεινε ; ― Τον έσφαξαν οι Τούρκοι. . .

Εφαντάζετο διαρκώς ότι βλέπει τον σύζυγόν της διωκόμενον υπό των Τούρκων, δεν με ανεγνώριζεν, έκλαιε λέγουσα ότι έσφαξαν και το τέκνον της οι Τούρκοι. Εις μάτην κατεφίλουν τας χείρας της, εις μάτην έκραζα: — Εδώ είμαι μητέρα! Παρεφρόνησεν, η τάλαινα. Αλλά το μαρτύριον εκείνης δεν ήτο μακρόν ως το ιδικόν μου. Συγχρόνως με του νου εξηντλήθησαν και του σώματός της αι δυνάμεις. Απέθανε!

Να την ξεχάσω θέλω, αλλά την μνήμην μου βαρειά μου την καταπλακόνει, καθώς τον νουν αμαρτωλού βαραίνει αμαρτία. Είν' ο Τυβάλτης έκραξε, νεκρός, και ο Ρωμαίος εξωρισμένος! Η φωνή αυτή, εξωρισμένος, μου ήλθε 'σαν να έσφαξαν Τυβάλτιδες χιλίους.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν