United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παραπλησίαν περίστασιν μνημονεύει ο Λουκάς, καίτοι χωρίς να δώση ιδιάζοντα λόγον δι' αυτήν, και προσθέτει ότι ο Ιησούς διετέλει προσευχόμενος.

Ούτω ο Ιησούς κατεβυθίσθη εις τα ύδατα του Ιορδάνου, — «προσευχόμενος», όπως τόσον χαρακτηριστικώς προσθέτει ο Λουκάς, — και τότε εδόθη άνωθεν το σημείον ότι αυτός ήτο «ο μέλλων να έλθη». Από τους σχισθέντας ουρανούς το Πνεύμα το Άγιον κατέβη εν είδει ακτινοβόλου περιστεράς και επτερύγισεν υπέρ την κεφαλήν του και φωνή εγένετο λαλούσα εις τα ώτα του Βαπτιστού.

Κολλήσας το κηρίον του προ του εικονοστασίου προσεποιήθη ότι υπεχώρει, προσευχόμενος τάχα και βλέπων προς το μαρμάρινον δάπεδον. Και όταν η χειρ του επιτρόπου ενεφανίσθη φοβερά και αμείλικτος κατά του αναμμένου κηρίου, ο ναυτικός εγείρει την βαρείαν ράβδον του και καταφέρει δεινόν κτύπημα κατά της άρπαγος εκείνης χειρός, ώστε ο κυρ-Μανωλάκης ηναγκάσθη ν' απολογηθή.

Και τώρ' αποτελείωσε μ' ακόμ' αυτόν τον πόθον· Τώρα σήκωσ' τους Δαναούς το κακόν πάθος πλέον. Έτσ' είπε προσευχόμενος, τον άκουσ' ο Απόλλων. Λοιπόν σαν προσευχήθηκαν, κ' έρριξαν ουλοχύταις, Απάνω στρέψαν τους λαιμούς, και έσφαξαν, κ' εγδάραν· Και τα μηριά τα έκαψαν, τα σκέπασαν με πάχος, Διπλόνοντας, και έθεσαν τα σπλάγχν' απάν' 'ς εκείνα.

Και ενώ με αυτήν την πραοτέραν διάθεσιν σπεύδει προς την μητέρα του, έξαφνα του παρουσιάζεται ευκαιρία να τιμωρήση τον κακούργον· ο Κλαύδιος είναι αυτού γονατιστός, αφηρημένος εις την δέησιν, αφύλακτος· και ιδού ο Αμλέτος ήδη σύρει το ξίφος, είναι έτοιμος να διαπράξη δολοφονίαν αλλά νέα σκέψις του κρατεί το χέρι· ενθυμείται ότι ο πατέρας του πικρώς επαραπονέθη διότι ο αδελφός του τον έστειλεν εις τον άλλον κόσμον αδιόρθωτον, απροετοίμαστον· νομίζει ο Αμλέτος ότι η αληθινή εκδίκησις απαιτεί πλήρη την ανταπόδοσιν, και αυτή δεν κατορθώνεται εάν φονεύση τον αδελφοκτόνον εις την στιγμήν οπού προσευχόμενος εξαγνίζει την ψυχήν του· ο Αμλέτος θέλει όχι μόνον αίμα αντί αίματος αλλά και κόλασιν αντί κολάσεως.

Άκουσ' μ', αργυροδόξαρε, οπού την Χρύσαν σκέπεις, Και Κίλλαν και την Τένεδον ανδρεία βασιλεύεις· Σμινθέα, αν ωρόφωσα ποτέ μου τον ναόν σου, Ή αν και σέ κατάκαυσα μηριά παχιά ποτέ μου, Γιδιών, και ταύρων, τέλειωσε τον πόθον μου ετούτον. Οι Δαναοί τα δάκρυα μου με βέλη σ' ας πλερώσουν. Έτσ' είπε προσευχόμενος. Τον άκουσ' ο Απόλλων.

Είπα λοιπόν εγώ προς τον Πρόδικον ότι νομίζω πως δεν έχει πάθει κακόν τι, αν φαντάζεται ότι δύνανται να γίνωσιν υπό των θεών εις ημάς όσα ευχόμεθα να γίνωσι και ταχέως• αν και σύ ποτε βαδίζων με σπουδήν εις πόλιν και προσευχόμενος ζητής από τους θεούς να σου δώσουν καλά, δεν γνωρίζεις όμως αν εκείνοι ημπορούν να δώσουν εις σε ταύτα τα οποία ζητείς• καθώς αν συχνάζων εις την οικίαν του γραμματιστού, ήθελες παρακαλεί τούτον να σου δώση γραμματικήν επιστήμην, χωρίς να ασχοληθής εις τίποτε άλλο, αλλά να αποκτήσης την γραμματικήν ταύτην επιστήμην και να δυνηθής αμέσως να κάμης το έργον του γραμματιστού.

Τότε, ως λέγουσιν οι Λυδοί, ο Κροίσος, ιδών ότι ο Κύρος μετενόησεν, ότι όλοι κατεγίνοντο να σβέσωσι το πυρ και ότι δεν ηδύναντο να το κατορθώσωσιν, επεκαλέσθη την βοήθειαν του Απόλλωνος, ικετεύων αυτόν, εάν ποτε τω προσέφερε δώρον ευχάριστον, να τον σώση από τον έσχατον εκείνον κύνδυνον. Ταύτα προσευχόμενος έκλαιεν.

Τότ' όλ' εκεί εφώναξαν οι Αχαιοί οι άλλοι Τον ιερέα να 'ντραπούν, και να δεχθούν τα λύτρα. Όμως ο Αγαμέμνονας δεν τ' άρεσ' ο Ατρείδης, Αλλά κακά τον έδιωξε, σκληρά προστάζοντάς τον. Κι' ο γέρος ανεχώρησεν οπίσω θυμωμένος. Και προσευχόμενος λοιπόν, τον άκουσ' ο Απόλλων, Ότ' επειδή πάρα πολύ αγαπημένος τ' ήταν· Κ' εις τους Αργείους έρριξε θανατηφόρον βέλος.