United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού δε προδιέθεσε τα πνεύματα και ητοίμασε τα πάντα, ο Άρπαγος, επιθυμών να ανακοινώση τα σχέδιά του εις τον Κύρον όστις διέτριβεν εις την Περσίαν και μη έχων κανέν άλλο μέσον καθότι όλαι αι οδοί εφυλάσσοντο, επενόησε το ακόλουθον· σχίσας επιδεξίως την κοιλίαν λαγωού χωρίς να τον βλάψη μήτε να τον εκμαδίση, εισήγαγεν επιστολήν εν τη οποία έγραψεν ό,τι ήθελεν· έπειτα έρραψε πάλιν το δέρμα, έδωκε δίκτυα εις τον πιστότατον των υπηρετών του, ως να τον έπεμπεν εις το κυνήγιον, και τον απέστειλεν εις την Περσίαν παραγγείλας αυτόν διά ζώσης να εγχειρίση τον λαγωόν εις τον Κύρον και να τω είπη να τον ανοίξη διά της ιδίας του χειρός, χωρίς να ήναι άλλος κανείς παρών.

Αλλά τοιαύτη υπήρξεν η φρίκη της ωραίας νεάνιδος και τοσαύτη η σεμνότης της, ώστε πριν ή μολυνθή υπό του άρπαγος, την δεκάτην ημέραν της αρπαγής της, απεβίωσε. Τοσούτον δ' έρωτα προς αυτήν έσχεν ο τύραννος, ώστε και μετά την αποβίωσίν της, διετήρησεν εξιδιασμένην εύνοιαν προς τους συγγενείς της. Ιδού και το δημώδες περί αυτής άσμα: Μέσατο κάστρο, 'ς τα ψηλά σεράγια του Βεζύρη.

Και οι μεν Χίοι παρέδωκαν τον Πακτύην· μετά ταύτα δε ο Μαζάρης έστρεψε τα όπλα του κατά των συμπολιορκησάντων τον Τάβαλον· επώλησεν ως δούλους τους πολίτας της Πριήνης· ελεηλάτησεν όλην την πεδιάδα του Μαιάνδρου διά των στρατευμάτων του· το αυτό έπραξε και προς την Μαγνησίαν, έπειτα δε ησθένησε και απέθανεν. Διάδοχος της στρατηγίας κατέβη ο Άρπαγος όστις ήτο και αυτός Μήδος το γένος.

Ο Άρπαγος με είδε, με διέταξε να λάβω αμέσως το παιδίον, να αναχωρήσω κρατών αυτό και να το εκθέσω εις το μάλλον συχναζόμενον υπό των θηρίων μέρος των ορέων μας, λέγων ότι ο Αστυάγης διέταττε τούτο και προσθέτων τρομεράς απειλάς εάν δεν υπακούσω. Έλαβον λοιπόν το παιδίον και το έφερον, υποθέτων ότι θα ήτο υπηρέτου τινός, διότι ποτέ δεν θα ηδυνάμην να εικάσω τίνος ήτο.

«Μη οχυρώσετε τον ισθμόν, μη σκάψετε αυτόν, διότι ο Ζευς ηδύνατο να τον κάμη νήσον εάν ήθελεΚαι οι μεν Κνίδιοι, επειδή η Πυθία έδωκε τοιούτον χρησμόν, έπαυσαν να ορύττωσι, και όταν ο Άρπαγος ήλθε με τα στρατεύματά του, παρεδόθησαν αμαχητί. Υπεράνω δε της Αλικαρνασσού, εις τα μεσόγεια, κατώκουν οι Πηδασείς.

Όταν δε ο Άρπαγος ενεφανίσθη ενώπιον του, τω είπεν· «Άρπαγε, τίνι τρόπω εθανάτωσες το παιδίον το οποίον σοι παρέδωκα, τον υιόν τον οποίον εγέννησεν η θυγάτηρ μου;» Ο δε Άρπαγος, ιδών εις το ανάκτορον τον βουκόλον, δεν ετράπη την οδόν του ψεύδους, διά να μη εξελεγχθή ανακρινόμενος, αλλ' απεκρίθη ως εξής·» ω βασιλεύ, όταν έλαβον το παιδίον, εσκέφθην πώς να εκτελέσω το σχέδιόν σου και πώς, χωρίς να προσκρούσω εις σε, να απαλλαγώ της ευθύνης από του να καταστώ ένοχος φόνου προς την θυγατέρα σου και προς σε.

Ότε λοιπόν ο υπό του απεσταλμένου προσκληθείς βουκόλος έφθασε κατεσπευσμένως, ο Άρπαγος τω είπεν· «Ο Αστυάγης σε διατάττει να λάβης το παιδίον τούτο και να το εκθέσης εις το μάλλον έρημον μέρος των ορέων διά να απολεσθή ταχέως. Με παρήγγειλε δε να σου είπω και τα εξής· εάν δεν το φονεύσης, αλλά προσπαθήσης να το σώσης, σε περιμένει σκληροτάτη τιμωρία. Εγώ διετάχθην να ίδω εάν θα το ρίψης

Και ο μεν Άρπαγος ουδέν είπε μη αληθές, ο δε Αστυάγης, κρύπτων τον θυμόν του, διηγήθη εις τον Άρπαγον όσα ήκουσεν από τον βουκόλον, έπειτα δε ετελείωσε λέγων· «Αφού το παιδίον υπάρχει, όλα έχουσι καλώς, διότι πολύ είχον λυπηθή δι' εκείνο το οποίον ενόμισα καθήκον μου να πράξω προς το παιδίον εκείνο, και μεγάλην ησθανόμην αμηχανίαν εκτεθείς εις τας υποψίας της θυγατρός μου.

Άμα ο Αστυάγης έκρινεν ότι ο Άρπαγος εχόρτασε· «Δεν ευρίσκεις εις το φαγητόν τούτο, τον ηρώτησε, γλυκύτητά τινα ιδιαιτέραν;» Ο Άρπαγος εβεβαίωσεν ότι το εύρεν εξαίρετον. Τότε οι υπηρέται, κατά τας διαταγάς τας οποίας είχον, τω παρουσίασαν την κεφαλήν και τα δάκτυλα του υιού του τα οποία ήσαν σκεπασμένα, και τον προσεκάλεσαν να τα αποκαλύψη και να λάβη εξ αυτών ό,τι ήθελε τω αρέσει.

Τοιουτοτρόπως εδουλώθη η Ιωνία και εκ δευτέρου. Αφού δε ο Άρπαγος υπέταξε τους εν τι ηπείρω Ίωνας, φοβηθέντες οι εν ταις νήσοις μη πάθωσι τα αυτά, παρεδόθησαν εις τον Κύρον.