United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο μεν Άρπαγος ουδέν είπε μη αληθές, ο δε Αστυάγης, κρύπτων τον θυμόν του, διηγήθη εις τον Άρπαγον όσα ήκουσεν από τον βουκόλον, έπειτα δε ετελείωσε λέγων· «Αφού το παιδίον υπάρχει, όλα έχουσι καλώς, διότι πολύ είχον λυπηθή δι' εκείνο το οποίον ενόμισα καθήκον μου να πράξω προς το παιδίον εκείνο, και μεγάλην ησθανόμην αμηχανίαν εκτεθείς εις τας υποψίας της θυγατρός μου.

Έπειτα στραφείς είδε τους Πέρσας καταγινομένους να λεηλατώσι την πόλιν και ανέκραξεν· «Ω βασιλεύ, πρέπει να σοι είπω ό,τι φρονώ ή είναι προτιμότερον να σιωπήσω εις την παρούσαν περίστασινΕπιτρέψαντος δε του Κύρου να είπη θαρρούντως ό,τι ήθελεν, εκείνος ηρώτησε λέγων· «Τι πράττει μετά τόσης σπουδής το πολύ εκείνο πλήθος; — Λεηλατεί την πόλιν και αρπάζει τους θησαυρούς σου, απεκρίθη ο Κύρος. — Ούτε την πόλιν μου λεηλατεί, ούτε τους θησαυρούς μου αρπάζει, διότι ουδέν τούτων μοι ανήκει πλέον· λεηλατεί και αρπάζει τα ιδικά σου

Ποιος ξεύρει πόσα τέτοια γράμματα θα έχη ως τώρα γραμμένα ο άνδρας της. — Αι, και θα του δανείσης τώρα συ; — Να ιδούμεν. Αν έχη ασφάλειαν . . . — Αφού σου γράφει ότι δεν έχει άλλην από την υπογραφήν του. — Αυτό είνε ένας λόγος. Όλοι εις την αρχήν έτσι λέγουν. Κάτι θα του βρίσκεται. Την στιγμήν εκείνην κρούεται η θύρα, και μετ' ολίγον εισέρχεται ο υπηρέτης λέγων·Αυθέντη, ένας κύριος σας ζητεί.

Ναι, εψέλλισε τρέμουσα η Αϊμά. Ο ξένος εδίστασε, και είτα εκίνησε τους ώμους και απεμακρύνθη λέγων·Τι με μέλει εμένα, το κάτω κάτω; Ο Μάχτος συνέλαβεν υποψίαν τινά. Αλλ' απείχε πόρρω του να φαντασθή τι είχε συμβή. — Τι τρέχει, Αϊμά; Τι σου έλεγε; — Τίποτε, είπεν η Αϊμά. Ο Μάχτος δεν επέμεινεν.

Ας πάμε να ιδούμε τι μας θέλει ο κυρ Αγησίλαος. — Δε θ' αργήσης; ηρώτησεν η σύζυγός του. — Πώς θ' αργήσω; Μήπως έχομε τίποτε να μοιράσωμε με το γείτονα; Θάχη καμμιά δουλειά να μου παραγγείλη . . . Σε δύο λεπτά είμαι 'πίσω. — Κύτταξε να μη παραστρατήσης! . . . — Με το καλό μου φέσι; απήντησεν ο Δημήτρης, εκπλαγείς ότι η συμβίος του υπέθετεν αυτόν ικανόν προς τοιαύτην μωρίαν. Και εξήλθε λέγων·

Και πριν ή αναμείνη την έγκρισιν της προτάσεώς του, ο Δημήτρης, χαίρων ότι τω παρέχεται ευκαιρία να πεταχτή μίαν στιγμήν έξω, διαβαίνει ασκεπής την οδόν, εισέρχεται εις το απέναντι καφενείον, λέγει δεξιά και αριστερά ολίγας λέξεις εις τους παρακαθημένους γνωρίμους, βλέπει το εκκρεμές του καφενείου, κ' επιστρέφει εις το γραφείον λέγων·Εννηάμισυ! — Καλά το υπέθετα εγώ. Είκοσι λεπτά πηγαίνω πίσω.

Η σύμπτωσις ότι η γραία εκείνη είχεν ευρεθή δευτεραγωνιστούσα εις τον πνιγμόν των δύο κορασιών του Γιάννη του Περιβολά, εις της Μαμμούς το ρέμμα όπου όλη η υπόθεσις, καίτοι δεν προέκυψαν στοιχεία ενοχής ή και νύξεις προς υποψίαν, είχε το παράδοξον και το αλλόκοτον, και ότι αυτή πάλιν η γραία ευρίσκετο εις την αυλήν του γέροντος Ροσμαή, κατά τας ώρας περίπου ότε επνίγετο εις το φρέαρ η μικρά Ξενούλα, η θυγάτηρ του Προπαντή, παρείχε νύξεις τινάς υποψίας εις τον ειρηνοδίκην, όστις επέσυρε την προσοχήν του Παρέδρου, του «εκπληρούντος τ' αστυνομικά». Και τότε ο πάρεδρος, όστις ως δημόσιος κατήγορος περιωρίζετο μόνον ν' αγορεύη κατά τας συνεδριάσεις των ποινικών, λέγων· «Κατά τσ' μαρτυρίες που είπαν οι μαρτύροι, φαίνεται να έκαμε, ή φαίνεται να μην έκαμε την πράξιν», όλον δε τον άλλον καιρόν δεν ελάμβανεν αφορμήν ν' αναπτύξη την δραστηριότητά του ή να τροχίση την γλώσσάν του, απλώς απήντησεν ότι «αφού έτσι το λέει ο ειρηνοδίκης, έτσι θα είναι, και έτσι μου φαίνεται». Και τότε οι δύο απεφάσισαν ν' ανακρίνωσιν αυστηρότερον την Χαδούλαν, χήραν Ιωάννου Φράγκου, κ' εν ανάγκη να την προσωποκρατήσωσι.

Έπεμψεν εκ δευτέρου ο Οτάνης λέγων· «Εάν δεν γνωρίζης τον Σμέρδιν τον υιόν του Κύρου, ερώτησον την Άτοσσαν μετά τίνος ανθρώπου συγκοιμάται, ως συ, διότι δεν είναι δυνατόν να μη γνωρίζη τον αδελφόν τηςΕις την ερώτησιν ταύτην αποκρίνεται η θυγάτηρ λέγουσα· «Ούτε με την Άτοσσαν ειμπορώ να συνομιλήσω, ούτε να ίδω άλλην τινα των γυναικών, διότι ο άνθρωπος ούτος, οιοσδήποτε και αν ήναι, άμα παρέλαβε την βασιλείαν, μας διεσκόρπισε θέσας εκάστην εις ιδιαίτερον οίκημα

Ιδού δε πώς κινείται φυσικά αυτή η κούνια· υπάρχει έν από τα χάσματα της γης, το μεγαλύτερον άλλως από όλα, το οποίον έχει τρυπημένην ολόκληρον την γην από το έν άκρον έως εις το άλλο και είναι εκείνο, το οποίον ο Όμηρος αναφέρει λέγων· «πολύ μακράν, όπου υπάρχει το βαθύτατον βάραθρον υποκάτω της γης». Το οποίον και εις άλλα μέρη και εκείνος και πολλοί άλλοι από τους ποιητάς ωνόμασαν Τάρταρον.