United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, εψέλλισε τρέμουσα η Αϊμά. Ο ξένος εδίστασε, και είτα εκίνησε τους ώμους και απεμακρύνθη λέγων·Τι με μέλει εμένα, το κάτω κάτω; Ο Μάχτος συνέλαβεν υποψίαν τινά. Αλλ' απείχε πόρρω του να φαντασθή τι είχε συμβή. — Τι τρέχει, Αϊμά; Τι σου έλεγε; — Τίποτε, είπεν η Αϊμά. Ο Μάχτος δεν επέμεινεν.

Μετά μίαν στιγμήν, ως να είχε ζαλισθή από το κρασί, επανέπεσε βαρύς επί του ανακλίντρου. Βήματα γοργά ηκολούθησαν εις την κλίμακα, συνοδευθέντα από ένα κτύπημα εις την θύραν. Αμέσως δ' ηνοίχθη αύτη και υπηρέτης του μεγάρου Μεντόνι ωρμήσας εψέλλισε με φωνήν πνιγομένην από την συγκίνησιν τας ασυναρτήτους ταύτας λέξεις: — Η κυρία μου! η κυρία μου! Δηλητηριασμένη, φαρμακωμένη!

Ο κήρυξ ήνοιξε το στόμα, όπως εκτελέση την διαταγήν ταύτην, όταν εις την θύραν του σχολείου εφάνη ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος, ακολουθούμενος υπό των πέντε αχωρίστων φίλων, των περί τον Κουσουρήν και Απίκραντον. — Πώς αρχίζει η διαλογή; εψέλλισε με ηλλοιωμένον το πρόσωπον ο κυρ Μανουήλος ο Στεριωμένος. — Φώναξε, υπέγρυξε προς τον κήρυκα ο κυρ-Ανδρέας, ευθύς ως είδε τα νέα εμφανισθέντα πρόσωπα.

Αυτό το μπράτσο την αγκάλιασε, αυτά τα χείλη έτρεμαν πάνω στα χείλη της, αυτό το στόμα εψέλλισε στο δικό της: «Είσαι δική μου! Είσαι δική μου! ναι, Καρολίνα για πάντα». »Και τι σημαίνει πως ο Αλβέρτος είναι σύζυγός σου; Σύζυγος! Αυτό λοιπόν θα ήτανε γι' αυτό τον κόσμοναι γι' αυτόν τον κόσμοαμαρτία ότι σε αγαπώ, ότι επιθυμούσα από τα χέρια του να σε αποσπάσω στα δικά μου.

Μόνος ο Σταυρής, ο καφεπώλης, εισπνέων ορμητικώς τον πρωινόν αέρα, ως άνθρωπος αιωνίως κρυωμένος, ιστάμενος παρά την θύραν του καφενείου του εψέλλισε με την ρίνα: — Καλό πνίξιμο, κυρ-Δημάκη! Την μεσημβρίαν, λέμβος μικρά έπλεε δευτερόπριμα προς την αιπεινήν Σκόπελον.

Δάσκαλε, εψέλλισε το παιδίον, &κάμνον το σχήμα& με τον δάκτυλον εις το ωτίον, την έχασα την &Αριστορία& μου. — Αμελή! κακοήθη! άτακτε! ωρμάθιασεν ο διδάσκαλος κ' εκοκκίνησε δι' ελαφρού ραπίσματος την παρειάν του μαθητού. Άλλοτε εκτύπα πολύ γερώτερα, έσπαζε μάλιστα βέργαις εις την ράχιν των παιδίων. Αλλ' αφότου ηρραβωνίσθη, δεν του ήρεσκε να κτυπά. Μετέβη εις τον δεύτερον.

Τέλος εσχημάτισε το ερώτημα εις τρόπον πλάγιον, διότι τη εφαίνετο απότομον να την ερωτήση απ' ευθείας αν είνε μήτηρ της. — Κυρία, είπεν, ειξεύρετε πού είνε η μήτηρ μου; — Η μήτηρ σου; Η μήτηρ σου, Αϊμά, δεν ζη πλέον. — Απέθανεν! εψέλλισε θλιβερώς η Αϊμά. — Αλλ' όμως είσαι έν των τέκνων μου. — Σεις λοιπόν;... Η Αϊμά δεν ετόλμα να συμπληρώση το συμπέρασμα τούτο. — Όχι, ένευσεν η ξένη.