Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Ταύτα ειπών, εγονυπέτησεν, έτεινε τους βραχίονας και με οίστρον ενθουσιασμού: — Ω Χριστέ! σε ενόησα τέλος; Είμαι άξιος σου; Αι χείρες του έτρεμον· οι οφθαλμοί του έλαμπον εκ δακρύων, το σώμα του έφρισσεν εξ αγάπης και πίστεως . . . Ο Πέτρος ένευσεν εις τον Ούρσον να γεμίση την κολυμβήθραν ύδατος. Εν ακαρεί ο Ούρσος εξετέλεσε την διαταγήν του Αποστόλου.
Η μήτηρ μου έθηκε τον δάκτυλον επί των χειλέων, και μοι ένευσεν εν ονόματι του Θεού να σιωπήσω! Η γραία Οθωμανίς, ήτις έκυπτε την καταβεβλημένην αυτής κεφαλήν μετ' απεριγράπτου θλίψεως, δεν εσήκωσε τους οφθαλμούς αυτής, αλλ’ εταράχθη σπασμωδικώς εις το όνομα του τέκνου της. Έπειτα συνελθούσα: — Μη χαλάς την όρεξί σου, Σουλτάνε μου, είπε, προσπαθούσα επί ματαίω να μειδιάση. — Δεν είναι τίποτε.
— Να την αγαπάς . . . Δάκρυα ανέβλυσαν επί των βλεφάρων του Καραγιάννη. Του ένευσεν ακόμη. Εκείνος έκλινε· σχεδόν ήγγισε με το πρόσωπον τα χείλη του και ηκροάσθη. Τα χείλη του θνήσκοντος διεστάλησαν ελαφρά, ως όταν θέλει τις να μειδιάση. — Και να της δώσης εκείνα τα τάλλαρα . . . Ήτο η τελευταία πνοή . . . Το πρώτον και τελευταίον του χαμόγελο . . .
Όταν δε έμεινε μόνος μετά του βουκόλου, ο Αστυάγης τον ηρώτησε πόθεν έλαβε το παιδίον εκείνο και ποίος το παρέδωκεν εις αυτόν. Ο βουκόλος εβεβαίωσεν ότι ήτο ιδικόν του, και ότι η μήτηρ ήτις το εγέννησεν έζη ακόμη εις την οικίαν του. Ο δε Αστυάγης επανέλαβεν ότι δεν ήθελε το συμφέρον του, αλλ' ότι επεθύμει να βασανισθή. Συγχρόνως δε με τας λέξεις ταύτας ένευσεν εις τους δορυφόρους να τον συλλάβωσι.
Η Κυρά Λοξή ένευσεν αρνητικώς την κεφαλήν και έφερε την χείρα πρώτον εις τους οφθαλμούς της. τους οποίους έκλεισεν, έπειτα δε επί της καρδίας. Ο έπαρχος ενόησεν ότι κατέχει τον γέροντα η λύπη, αφότου απώλεσε την όρασιν. Ο σιωπηλός ούτος διάλογος συνεφιλίωσεν εντελώς τον έπαρχον και την γραίαν χωρικήν.
Αλλ' ο Αρισταίνετος διά να παύση την φλυαρίαν του ένευσεν εις ένα υπηρέτην να του γεμίση με άκρατον και του προσφέρη ένα μεγάλο ποτήρι• εφάνη δε προς στιγμήν ότι η ιδέα του ήτο καλή και ότι θα έφερεν αποτέλεσμα, αλλά δεν εφαντάζετο πόσων κακών θα εγίνετο αρχή το ποτήρι εκείνο.
Καθώς ήρχισε να ομιλή ο Ιησούς, το πλήθος — άλλοι εξ αυτών με την επιθυμίαν να μη χάσωσι λέξιν, και άλλοι με τον πόθον να τον προσψαύσωσι, και ούτω να ιαθώσιν από των νόσων αυτών — συνωθείτο περί αυτόν εγγύτερον επί μάλλον, παρεμποδίζον τας κινήσεις Του. Τούτου ένεκα ένευσεν εις τον Σίμωνα να επιβή του πλοίου του και το ωθήση προς την όχθην, όπως εισέλθη Αυτός κ' εκείθεν διδάξη.
— Την τρώγω, αφέντη μου, υπέλαβε μετριοφρόνως ο γυμνήτης, και υ λ ά κ τ ε ι, ως λέγει ο Όμηρος, ο στόμαχός του εξ αγαλλιάσεως. — Κι' αν δεν τη φας; — Αν δεν τη φάω . . φτύσε με, αφέντη μου. Και ένευσεν ο αστυνόμος, και ήρχισεν ο πόλεμος. Τις να περιγράψη την γιγάντειον εκείνην μονομαχίαν της κολοσσιαίας μπογάτσας και του απειροβαθούς στομάχου;
Μετά πολλάς αναζητήσεις, εφάνη τέλος ως σκιά τις προσεγγίζουσα. Η νέα την έβλεπεν έκπληκτος, και ηθέλησε να τη ομιλήση πρώτη. Αλλ' η ξένη ένευσεν επιτακτικώς να σιγήση, και ανοίξασα το στόμα τη είπε μυστηριωδώς: «Ζητείς να μάθης ποίον δρόμον θα βαδίσης; Έχε θάρρος. Βαδίζεις τον άριστον, τον δρόμου του μαρτυρίου». Η Αϊμά δεν ενόησε τι εσήμαινεν η φράσις αύτη: ο δρόμος του μαρτυρίου.
Χωρίς να διστάση, ένευσεν εις τους δύο συντρόφους του να τον ακολουθήσωσι, και ανέβη εις την οικίαν. Οι δύο ακόλουθοι του Βατούλα, οίτινες είχον μείνει κατά την παραδεδεγμένην τακτικήν εις το προαύλιον της οικίας, διεμαρτυρήθησαν δι' υποκώφων γογγυσμών, αλλά δεν ετόλμησαν ν' αντισταθώσιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν