United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φοβερά η μικρά πλατεία εκείνη διά τας νεάνιδας. Εκοντοστάθη το Ξενιώ. Ηκροάσθη. Ήτο ησυχία εις τα έξω τραπέζια. Ωπλίσθη. Εκαταίβασε την μανδήλα της ακόμα παρακάτω. Ετάχυνε το βήμα της. Και σκυφτή-σκυφτή, φέρουσα την λάγηνον επ' ώμων και βαστάζουσα το εκ λευκοσιδήρου άντλημα, κροτούν προδοτικώς, επροχώρει βιαστικά, να διέλθη τας παγίδας του Περιστεράκη. — Στην οργή κι' αυτός!

Και βεβαία περί της νίκης της, εσηκώθη να επαναφέρη τον Γιάννον εις την φυλακήν και να επαναλάβη τας επιθέσεις της. Τότε παρετήρησεν ότι τα παιδία έλειπον. Ηκροάσθη, αλλά καμμία φωνή δεν ηκούετο. Επροχώρησε προς τον κήπον, κράζουσα επανειλημμένως· αλλά και τότε καμμία απάντησις.

Πλησιάσαντες τότε εν σιωπή και ησυχία περί την θύραν, διεκρίναμεν ότι ο Πέτρος εδίδασκέ τινα να συλλαβίζη. Ο Γεροστάθης, αφού χαμογελών ηκροάσθη ολίγον την διδασκαλίαν του Πέτρου, έσπρωξε την θύραν και εισήλθε παρακολουθούμενος παρ' ημών. Ο Πέτρος έκλεισε τεταραγμένος την οποίαν εκράτει φυλλάδα, εσηκώθη, και μετά συστολής εζήτησε συγχώρησιν διότι εβράδυνε να έλθη, μη εννοήσας ότι παρήλθεν η ώρα.

Είχε δε αρχίση να υποχωρή ο μάνδαλος, ότε εξέφυγεν από το χέρι του ο πασαλής και έπεσε με θόρυβον. Ο Μανώλης, και όπως ήτο μεθυσμένος, εφοβήθη. Επ' ολίγον δε έμεινεν ακίνητος και ηκροάσθη. Αλλά εις το εσωτερικόν του σπιτιού εξηκολούθει να επικρατή ησυχία και σιγή. Έσκυψε τότε διά να πάρη τον πασαλήν· εκινδύνευσε δε να πέση και ο ίδιος και να κυλισθή κάτω από το πεζούλι.

Ο Βινίκιος ήρχισε να τον εξετάζη διά του βλέμματος, με είδος τι δυσειδαίμονος φόβου, ομοίου σχεδόν με εκείνον, τον οποίον ειχεν αισθανθή εις το όνειρόν του. Ηκροάσθη τι έλεγεν ο Πέτρος. Ο απόστολος επρόφερε το όνομα του Χριστού. Μόνον με αυτό το όνομα ζη, διενοήθη ο Βινίκιος. Ο γέρων διηγείτο την σύλληψιν του διδασκάλου.

Και έμεινεν επί τινας στιγμάς σιγών, ακίνητος, βλέπων προς τον υπό τους πόδας του καταφερόμενον καταρράκτην. Ο Βράγγης συνέχων την αναπνοήν του, ήκουεν, έβλεπεν, ηπόρει, εσίγα. Ο άγνωστος έστρεψεν αίφνης προς τα οπίσω την κεφαλήν. Είχεν ακούσει ελαφρόν τινα κρότον, ον απετέλεσαν βεβαίως τα φύλλα υπό του ανέμου σειόμενα. Ηκροάσθη επί πολύ. Είτα επανέλαβε τον μονόλογόν του.

Αι δυστυχίαι της ανθρωπότητος, επί δεκατέσσαρας αιώνας, ήσαν η τιμωρία αυτής, διότι σε παρεγνώρισε. Δεν παραπονούμαι δι' όσα υπέφερα, αρκεί ότι θα ίδω τον θρίαμβον του δόγματος. Εις σε αφιερώ την κόρην ταύτην, αξίωσον αυτήν της δόξης και της αθανασίας. Το μέγιστον δώρον, όπερ δύναται θνητός να προσφέρη εις θνητόν... Διεκόπη. Ήκουσε και πάλιν παρατεταμένον θρουν όπισθέν του. Ηκροάσθη επί μακρόν.

Αλλά διατί ο Μάχτος ησθάνθη τόσην λύπην επί τούτω; Ούτε είξευρε διατί, ούτε είχεν υποπτεύσει πρότερον τοιούτον πράγμα, ούτε ηδύνατο να είπη ποίαν σημασίαν είχεν. Αλλ' όμως ησθάνθη σφοδρότατον άλγος, ότε το πρώτον εφαντάσθη το ενδεχόμενον τούτο. Ο Μάχτος έτεινε το ους και ηκροάσθη. Οι δύο ομιληταί έλεγον προς αλλήλους τα εξής·Και λέγεις να είνε αυτό; είπεν ο Πρωτόγυφτος.

Ηκροάσθη μετά προσοχής. Τω όντι δεν ηπατάτο. Η φωνή ήτο γνωστή εις την ακοήν της. Ηδύνατο να μη την είχεν ακούσει από πολλών ετών, αλλ' όμως δεν την είχε λησμονήσει. Η φωνή αύτη ενεποίησε βόμβον και ζάλην εις την κεφαλήν της. Τη ενθύμιζε παλαιόν τι συμβάν, φοβερόν συμβάν της βρεφικής ηλικίας της. Και οποία τρομερά, αλλά και εναργής ανάμνησις!

Την φοράν ταύτην η Βεάτη ησθάνετο εν εαυτή διπλούν θάρρος ή την προλαβούσαν εσπέραν, είχε δε απόφασιν να εξαγάγη κέρδος τι, όπως ηδύνατο, εκ της δευτέρας ταύτης κατοπτεύσεως. Αφού ανέβη και τας τεσσάρας κλίμακας, έστη επί στιγμήν όπως αναπνεύση, επλησίασεν εις την θύραν του κλειστού θαλάμου και ηκροάσθη. Ουδέ πνοή ηκούετο.