United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φοβερά η μικρά πλατεία εκείνη διά τας νεάνιδας. Εκοντοστάθη το Ξενιώ. Ηκροάσθη. Ήτο ησυχία εις τα έξω τραπέζια. Ωπλίσθη. Εκαταίβασε την μανδήλα της ακόμα παρακάτω. Ετάχυνε το βήμα της. Και σκυφτή-σκυφτή, φέρουσα την λάγηνον επ' ώμων και βαστάζουσα το εκ λευκοσιδήρου άντλημα, κροτούν προδοτικώς, επροχώρει βιαστικά, να διέλθη τας παγίδας του Περιστεράκη. — Στην οργή κι' αυτός!

Όταν όμως μετ' ολίγον εχρειάσθη ν' αντλήσουν νερόν από το φρέαρ, τότε το «γιουρδέλι», ήτοι το άντλημα της Κρινιώς προσέκρουσεν εις στερεόν σώμα εντός του ύδατος, κι' αυτή εν εκπλήξει και φόβω έκραξε την μητέρα της. Τότε αι δύο ομού ανέκάλυψαν το σώμα της μικρός κόρης επιπλέον ή μάλλον βυθισμένον ήδη εντός του ύδατος». Η Κρινιώ ήτον εντελώς ειλικρινής βεβαιούσα τ' ανωτέρω.

Η Αϊμά είχε τελειώσει το άντλημα και ητοιμάζετο να άρη την λάγηνον επ' ώμων. Αγνοείται αν το ερύθημα, όπερ έβαπτε τας παρειάς της, προήλθεν εκ του κόπου και εκ της σωματικής κινήσεως, ην έκαμε κύψασα προς την γην όπως αναλάβη την βαρείαν στάμνον. Την στιγμήν εκείνην εξέλεξεν η τολμηροτέρα των τεσσάρων γυναικών, όπως τη δώση το τελευταίον κτύπημα.

Ο Κύριος ήτο διψασμένος και κουρασμένος, κατά το ανθρώπινον, και η παρουσία της θα τον ηυχαρίστησε, διότι «άντλημα ουκ είχε, και το φρέαρ ην βαθύ». Η σκηνογραφία της χλοεράς κοιλάδος με τους αστάχυς και τα μεγάλα δένδρα, αι μεγάλαι αναμνήσεις του Ιακώβ και του Ιωσήφ, του οποίου ο τάφος ευρίσκετο εκεί πλησίον, του Ιησού του Ναυή και του Γεδεών, ενέπνεον και παρείχον αφορμήν εις μελέτας.

Και όμως τόσον θανάσιμος ήτο η έχθρα και αντιζηλία μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών, ώστε η αίτησις έκαμε την γυναίκα να εκπλαγή μόνον. Μετά πραότητος είπεν αυτή ο Κύριος, ότι, εάν είξευρε την δωρεάν του Θεού, και τις ήτον ο λέγων αυτή δ ο ς μ ο ι π ι ε ί ν, αυτή θα του εζητούσε, κ' εκείνος θα της έδιδεν ύδωρ ζων. Εκείνη εκύτταξε το φρέαρ, εκατόν πόδας βαθύ, και άντλημα Αυτός δεν είχε.

Το δε παιδίον εκόμιζε τότε το βαρύ άντλημα πλήρες θαλασσίου ύδατος, μετά κόπου, ασθμαίνον και κλίνον προς τα δεξιά το κεφαλάκι του, σαν ένα καρπουζάκι μικρό και στρογγυλό, έτοιμο να πέση, και φουσκώνον τα κατακόκκινα μάγουλά του, σαν δύο φούσκαις κόκκιναις, από το βάρος του μεγάλου κουβά.