United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η νεάνις κατ' αρχάς εφάνη ολίγον αδύνατος εις τον Πετρώνιον, αλλά θεωμένη εις την στάσιν αυτήν, μέσα εις την λαμπρότητα του κήπου, εφαίνετο ως η ζωντανή εικών της Αυγής, Ω! το ροδαλόν εκείνο και διαφανές πρόσωπον, οι γαλανοί οφθαλμοί, η λευκότης του αλαβαστρίνου μετώπου και τα κατάμαυρα μαλλιά με τας αμβαροειδείς και χαλκόχροας αναλαμπάς, και όλον το εύκαμπτον, το ευκίνητον εκείνο σώμα, το νεανικόν με μίαν νεότητα νέου Μαΐου και άνθους προσφάτως ανοιγέντος!

Σιγά, σιγά, σιωπηλά 'Στό πλάγι μου σιμόνει, Με πιάνει με το χέρι του, Το 'σάν τη πέτρα κρύο. Σηκόνονται αι τρίχες μου, Τα πόδια μου τα δύο Τρέμουνε, και το αίμα μου 'Σταίς φλέβες μου παγόνει. Το κύτταξα, το κύτταξα 'Στό πρόσωπο, 'ς το σώμα, Και μια τρέμουλα φρικερή Με πιάνει, κ' ένας τρόμος, Γιατί, γιατί το γνώρισα Το φάντασμα, αλλ' όμως Ακόμα λόγο 'δίσταζα Να 'βγάλω 'πό το στόμα.

Ενώ λοιπόν ήσαν εις αθυμίαν οι Έλληνες διά την αποτυχίαν, έξαφνα βλέπουν ερχόμενον από το μέρος Μεσολογγίου έν μικρόν εχθρικόν σώμα, εσύγκειτο δε από εξήκοντα πέντε ιππείς πολυτελώς ενδεδυμένους και από τινας πεζούς σύροντας πολλά φορτηγά με αποσκευάς.

Ο Πρωτόγυφτος με το υψηλόν και άκαμπτον αυτού σώμα, με την βαρείαν στάσιν και το απηνθρακωμένον πρόσωπον είχεν ολισθήσει λαθραίως και επλησίασεν εις την θύραν. Ο Πλήθων εξερχόμενος είδεν αυτόν και τω έκαμεν έν νεύμα δι' ου τω επέταττε ν' απομακρυνθή. Ο Πρωτόγυφτος ιδών το νεύμα εκείνο, έγεινεν ευθύς άφαντος, και έκτοτε δεν εφάνη πλέον επί του προσώπου της γης. Κεφάλαιον ιδιόγραφον.

Και δράξασα μετά βίας το έν σώμα το μικρότερον, περί του οποίου ήτο σχεδόν βεβαία ότι ήτο νεκρόν ήδη, το μετέφερε πλησίον ενός δένδρου, διά να το κρεμάση ανάποδα, ως έλεγε. — Πού είν' ένα σκοινάκι; . . . Να, βλέπω ένα σπάγγον με καλάμι! Καλά, θα χρειαστή. Ένευεν ανυπομόνως εις την άρρωστην γυναίκα, να της φέρη πλησίον την καλαμιά, με την οποίαν έπαιζαν προ μικρού αι δύο κορασίδες.

Ησθάνετο ακόμη την δύναμιν και τον πόθον να τρέξη πάλιν εις τον βρασμόν της μάχης, ν' αναμιχθή εις την θύελλαν αυτής, να χορτάση ο οφθαλμός από εχθρικόν φόνον, να βραχή το σώμα με αίματα και με δάκρυα!. . . Αλλά το σώμα ήτο βαρύ ως το χώμα και δεν υπήκουε πλέον. Επέταξαν τα έτη ότε ησθάνετο πτερά εις τους πόδας και τον παρέβαλλον με τον αετόν οι σύντροφοι του.

Αλλ' άραγε διά ποίον λόγον σου λέγω αυτάς τας λεπτολογίας; Διά να ιδούμεν αν υπάρχει έν και το αυτό πράγμα, με το οποίον ημείς διά μέσου μεν των οφθαλμών μας φθάνομεν έως εις τα λευκά και τα μαύρα, διά μέσου δε των άλλων αισθήσεων εις άλλα παρόμοια, και αν ημπορείς όλα αυτά να τα αποδώσης εις το σώμα, όταν ερωτηθής.

Δεν απέκαμνεν όμως η Σμάλτω να παρατηρή, κατεχομένη όλη υπό της επιθυμίας· ησθάνετο εντός αυτής κάτι όπερ εκινείτο ν' αναταθή διά να ορθώση το σώμα της. Αλλά συνεκράτει εαυτήν ακόμη, αναγκαζομένη υπό εντροπής τινος και φόβου, μήπως φωραθή κατασκοπεύουσα.

Διότι, παιδί μου, όσοι τους καθαρίζουν νομίζουν, καθώς οι ιατροί των σωμάτων, ότι δεν ημπορεί το σώμα προηγουμένως να λάβη την προσφερομένην τροφήν, πριν να βγάλη κανείς όσα εμπόδια έχει εντός του.

Πλην οδυνηρά η φωνή του Ναζαρίου ηκούσθη εις το σκότος: — Αυθέντα, την μετέφεραν μετά του Ούρσου εις την Εσκιλίνην φυλακήν . . Φέρομεν άλλο σώμα! Την επήραν προ του μεσονυκτίου, αλλοίμονον! Ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να προφέρη ουδέ λέξιν, έμεινε κεραυνόπληκτος και μόνον με τας περιποιήσεις του Πετρωνίου συνήλθεν. Αλλοίμονον, έλεγε, το παν κατεστράφη, μόνον Εκείνος δύναται να μου την αποδώση.