Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Και εν όσω μεν ο ερών κατέχεται υπό του πάθους του είναι και βλαβερός και αηδής, όταν δε εις τον έπειτα χρόνον παύση να αγαπά, γίνεται άπιστος εις εκείνον, τον οποίον μόλις συνεκράτει με πολλάς υποσχέσεις και πολλούς όρκους και παρακλήσεις, ώστε να υποφέρη την οχληράν και επίπονον σχέσιν του τότε, ένεκα της ελπίδος αγαθών εις το μέλλον.

Και ο οίκτος, όστις θα τον εκλόνιζεν ίσως την στιγμήν εκείνην, εις την θέαν του γυναικείου εκείνου συντρίμματος, το οποίον απετέλει άλλοτε μέρος της υπάρξεώς του αναπόσπαστον, υπεχώρησεν εις μίαν οργήν υπόκωφον, ήτις ηπείλει να εκραγή ακράτητος, θυελλώδης . . . Αδύνατον να φαντασθή τις τι θα συνέβαινε, αν ασθενής τις ακτίς, αν λείψανόν τι λογικού δεν τον συνεκράτει . . .

Αι γυναίκες εδείκνυον εις τα τέκνα των τον Ζάχον ως πρότυπον ανδρείας και οικογενειακής τιμής· τα παλληκάρια τον εζήλευον αι λυγεραί ησθάνοντο την καρδίαν των κάπως σπαρταρίζουσαν δι' αυτόν οι Σουλιώται τον εφθόνουν. Η Μαλάμω εν μέσω αυτών, ασθμαίνουσα εκ της ανυπομονησίας, μόλις συνεκράτει την χαράν της.

Και όμως τόρα, ότε απεχαιρέτα τον Ζάνον, μόνη η υπερηφάνεια συνεκράτει τους λυγμούς και τα δάκρυα, τα οποία, δεν ήθελε να ιδούν ούτε οι άψυχοι τοίχοι του οικίσκου της.

Και ήθελε να τους είπη να κλείσουν τους οφθαλμούς μήπως τυφλωθούν εκ της αίγλης της δόξης του· να κλίνουν γόνυ διά να μη αμαρτήσωσιν. Αλλά ματαίως ανέμενε φωνήν εκπλήξεως. Ο ενωμοτάρχης παρετήρει αυτόν ατάραχος και απαθής, μ' ένα ελαφρόν χαμόγελο εις τα χείλη, ως να συνεκράτει τον γέλωτα, χαριζόμενος εις την γεροντικήν του αδυναμίαν, οικτείρων την παιδαριώδη του πεποίθησιν.

Την απάντησιν όμως ταύτην ήκουσεν όμιλος ανθρώπων εξ εκείνων, οίτινες κατέκειντο ψυχορραγούντες εις τα κατηραμένα άκρα της Οδού. Και εκραύγασαν όλοι ομού, ημιεγειρόμενοι επί κατεσκληκότος αγκώνος, όστις μόλις τους συνεκράτει: — Πρόσεξε! αυτός ξεκοκκαλίζει καρπόν κλοπής. Και ηκούσθη προσέτι δαιμονιώδης ηχώ πέριξ, επαναλαμβάνουσα: — Είνε άτιμος!. . . . είνε άτιμος!. . . .

Ο δε Στρατής παρετήρει άναυδος τον Μανώλην και εφαίνετο ότι μετά δυσκολίας συνεκράτει μίαν φράσιν: — Εκουζουλάθηκες. μωρέ; — Μα είντα διαόλου δέσιμο θα μου κάμη δεν καταλαβαίνω, επέμεινεν ο Μανώλης. Καταλαβαίνεις απατός σου, Στρατιό; Αλλ' ο Στρατής ανεπήδησεν. — Είντα λόγια 'ν' αυτά που λες! ανεφώνησε. Σα δε κατές να μιλής να μη μιλής! — Είντά 'πα! είπεν ο Μανώλης κατάπληκτος.

Ο γέρων, είνε αληθές, ήτο κατά πολύ μετριοπαθέστερος, εις τους θυμούς του ηπιώτερος, εις τας τιμωρίας βραδύτερος και εις τας επιθυμίας νωθρότερος, ίσως διότι ήδη η ηλικία συνεκράτει την σφοδρότητα των ορμών του και του εχαλιναγώγει τας ορέξεις των ηδονών.

Δεν απέκαμνεν όμως η Σμάλτω να παρατηρή, κατεχομένη όλη υπό της επιθυμίας· ησθάνετο εντός αυτής κάτι όπερ εκινείτο ν' αναταθή διά να ορθώση το σώμα της. Αλλά συνεκράτει εαυτήν ακόμη, αναγκαζομένη υπό εντροπής τινος και φόβου, μήπως φωραθή κατασκοπεύουσα.

Η κοντή και πως εύσωμος Οθωμανίς είχε τακτοποιημένον το λευκότατον αυτής γιασμάκιον και συνεκράτει επί το κοσμιώτερον τον μαύρον και μακρόν αυτής φ ε ρ ε τ ζ έ ν, υπό τον ποδόγυρον του οποίου μόλις έβλεπες τα μυτωτά και κίτρινα παπούτσια της.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν