United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε Στρατής παρετήρει άναυδος τον Μανώλην και εφαίνετο ότι μετά δυσκολίας συνεκράτει μίαν φράσιν: — Εκουζουλάθηκες. μωρέ; — Μα είντα διαόλου δέσιμο θα μου κάμη δεν καταλαβαίνω, επέμεινεν ο Μανώλης. Καταλαβαίνεις απατός σου, Στρατιό; Αλλ' ο Στρατής ανεπήδησεν. — Είντα λόγια 'ν' αυτά που λες! ανεφώνησε. Σα δε κατές να μιλής να μη μιλής! — Είντά 'πα! είπεν ο Μανώλης κατάπληκτος.

Πηγαίνουμε να την παρηγορέσουμε την κακόσυρτη, πουμένε ολομόναχη σαν την καλαμιά μες στο ξεροκάμπι. Συνέσ. Τα ξέρω, τα ξέρω. Μεγάλη και φοβερή συφορά. Τάλλα δυο παιδιά της τα συνόδεψα στο στερνό τους ταξίδι, τον Κωσταντή της δεν πήγε η καρδιά μου να τονέ διαβάσω απατός μου. Κάλλιο, είπα, στης χαροκαμένης που ζη ακόμα, ίσως και της δώσω στάλα παρηγοριά.

Το πήρε απόφαση να κάμη απατός του την παίδεψη, μην τύχη και τα φέρη ο διάβολος και τους περάση υποψία τους δικούς του. Άλλη μια μπαλλοτέ το λοιπό, να σκεπάση την πρώτη. Το κακό έγινε που έγινε. Τώρα να καψομπαλωθή και να συχάση ο κόσμος. Δεν παραμόνεψε πολλή ώρα. Μπαμ! και κάτω ο ανυποψίαστος ο Χασάνης, ό,τι αποτέλειωσε το ναμάζι του και ξεκινούσε με το γαδούρι.

Σου τα είπα χίλιες φορές. Αυτές οι μαννάδες, σα δεν έχουν τα παιδιά τους δεμένα να τα τραβούνε σα σκυλάκια μαζί τους, ησυχία δε βρίσκουνε. Μα τώρα δεν μπορώ να πω πως δεν έχει και δίκιο. Δε δυνήθηκα να κατεβώ Απατός μου στη χώρα, κι άρχιζα να υποψιάζουμαι πως θα ξεφύγης πάλι δίχως να σ' αξιωθούμε στο σπιτικό μας. Μόνο που γλήγορα θα μ' έχης πάλι στη Βαβυλώνα. Δέσπω. Στη Βαβυλώνα!

Μπορεί να βρεθή μπροστά σου κανένα στρογγυλό παιχνιδάκι, και τότες προφταίνεις και το πετάς στου Βεζίρη σου το κεφάλι. Άκουσα και πως αγαπάς να κάνης πολλές δουλειές απατός σου. Να κάμης και μιαν άλλη δουλειά. Να πας και να βρης τις καρδιές που στενάζουν, — όχι μέσα στην Πόλη, εκεί πολλές δε θα βρης.

Και με το βάσανο να βρης τη λέξη, ο Θεός να σε βοηθήση να βρης και το τι θα πης. Α θελήσης να γράψης τίποτις που το συλλογίστηκες απατός σου, κι όχι κάποιος αρχαίος ή φράγκος, — ένα παραμυθάκι ας πούμε, — δε βρίσκεις λέξες για το μισό, γράφεις λοιπόν τάλλο το μισό. Και κείνος πάλι που σε διαβάζει, αν τύχη κ' είναι αρχάριος, δεν καλοχωνεύει τα μισά που διαβάζει, κ' έτσι του μένει το τέταρτο.

Κι' ακούγοντάς τα αυτά ο τρίτος ο φίλος κουνάει γελαστός το κεφάλι του, σα να το περηφανεύεται που η τύχη του χάρισε τέτοιον ήρωα φίλο. Ως τόσο ο πλαγινός, τσιμουδιά. Γοργοσαλεύει το πόδι, χτυπάει τα δάχτυλα στο τραπέζι, να σκάση πάει που δεν καταπιάστηκε τέτοιον ηρωισμό απατός του, μόνο πλερώνει τώρα και τις δραχμές του. Σηκώνεται ως τόσο ο καταμεσιανός ο Ήρωας και σέρνοντας το σπαθί ξεκινάει.

Το ξέρω τι θα μου πης· πως «να πάμε μια στην Αθήνα, και βλέπουμε». Με το καλό, θα πάμε και στην Αθήνα· και θα τους δούμε αυτούς τους δύο τρεις που συλλογιέσαι, και θα τους ρωτήξουμε αν ο κόσμος δεν τους ονομάζη &ζεβζέκηδες!& Κάθε Ρωμιός τη δουλειά του την κοιτάζει απατός του, και τη δουλειά του τόπου του βάζει πλερωμένους γραμματικούς και του την κοιτάζουν.

Και καθώς σε γαργαλίζουν, Ξένα δάχτυλα αν σ' εγγίζουν, Έτζι απ' όσα κακολές, Ξεκαρδίζεσαι που κλαις. Μήπως έχεις φαντασία, Να διηγέσαι τάχα αστεία, Όθεν παίρεις αφορμή Να γελάς με τόση ορμή; Και αν γελάν οι άλλοι, ξεύρεις, Απατός σου να το εύρης; Μη σε κόφτει, εδώ είμαι εγώ. Σε διο λόγια σ' το ξηγώ.