United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν είσαι ανδρειωμένη Καιτο παλάτι πας γοργά, πριχού διαγείρη ο Ήλιος Και μπης ως μέσα αθώρητη καιτο χαμώι κατέβης, Πούνε τ' αθάνατο νερό που λούει το θείο κορμί του Κάθε βραδούλα πώρχεται κι' αυγή που ξεκινάει, Κι' αν πάρης μέσ' 'ς τα χέρια σου και βγης κι αράδα-αράδα. Τα βουβαμένα, τ' άλαλα τα μάρμαρα ραντίσης Και ιδής να λάβουνε ζωή, να κρίνουν να ξυπνήσουν, Τότε χαράεσένανε.

Και ξεκινάει να πάει, κι' ομπρός η Ίριδα οδηγούσε, 95 γοργή θεά ανεμόποδη· και δίπλα, να περάσουν. το λάλο παραμέριζε κι' αφροντυμένο κύμα. Και στην ξηρά άμα ανέβηκαν, πετούν ως στα ουράνια.

Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου κι' ίσια τρεχάτος ξεκινάει να σύρει ως στις καλύβες.

Ένας του όμως Ούνος αξιωματικός χτυπήσαντας μερικούς Πέρσους, έμαθε από αιχμαλώτους πως ο περσικός στρατός σκόπευε να τραβήξη ίσια στην Αντιόχεια. Ξεκινάει λοιπόν ο Βελισάριος κι ανταμώνει τους Πέρσους λάφυρα φορτωμένους κοντά στον Καλλίνικο.

Ο Ίλλος ως τόσο, θέλοντας να μάθη τον καθαυτό αίτιο, ξεκινάει και πηγαίνει στην Ισαυρία, βρίσκει στη φυλακή τον Επίνικο, και τον καταφέρνει να του ξεμυστηρευτή πως η Βερίνα τον έβαλε να ενεργήση τη δολοφονία. Γυρίζει ο Ίλλος στη Χαλκηδόνα, καταπείθει τον Αυτοκράτορα να του παραδώση την πεθερά του, την καλογερεύει, και τη στέλνει φυλακή μέσα σε κάστρο της Ισαυρίας.

Το βλέπεις το πλήθος εκείνο που ξεχύνεται από κάθε πλευρά και ξεκινάει καταδώ, και μαζεύεται γύρω στις αθάνατες τις Κολόννες; Μη νομίζης πως να διαλέξη πηγαίνει κανέναν τέτοιο Μεσσία! Πηγαίνει να γλεντίση, και τίποτις άλλο. Να τους κάμουμε, με τα κρυφά τα μάγια του νου, σε παράταξη να περάσουν ομπρός μας, και να τους δούμε. Όλης της Αθήνας την εικόνα με μιας να την πάρουμε.

Γιατί ο πραγματικός τεχνίτης είναι εκείνος που ξεκινάει όχι από το αίσθημα στη φόρμα, αλλά από τη φόρμα στη σκέψη και στο πάθος.

Έτσι πηγαίνοντας ανταμώνουν τους αντιπάλους, καλοκαίρι του 323, και τους σπρώχνουν ως στο Βυζάντιο. Σύγκαιρα ξεκινάει κι ο Κρίσπος από τον Πειραιά, χτυπάει το στόλο του Λικινίου στα Δαρδανέλλια, και παρουσιάζεται στα πρόθυρα του Βυζαντίου. Ο Λικίνιος, στενοχωρημένος από στεριά κι από θάλασσα, σηκώνεται και περνάει αντικρύ, στη Χρυσόπολη.

Είπε, κι' αποθυμιά γλυκιά μες στην ψυχή της χύνει τον πρώτο για τον άντρα της, τη Σπάρτη, τους γονιούς της. 140 Και ρήχνει απάνου βιαστικά την κάτασπρή της μπόλια, κι' απ' το γιατάκι ξεκινάει στα δάκρια βουτημένη, όχι μονάχη, πάγαιναν μαζί διο παρακόρες, η Αίθρα η κόρη του Πιθιά, κι' η καστανιά Κλυμένη. Κι' απέ σε λίγο σώσανε κοντά στο Ζερβοπόρτι. 145

Κοίταξε μάτια γλυκά και δακριοβρεμένα, κοίταξε φρύδια πλατιά και κατάμαυρα, χείλη νόστιμα και ψιλά. Απ' όλο το πρόσωπό της στάζει η γλύκα της ομορφιάς, κ' η πίκρα του πόνου, της φτώχειας, της άδικης όμως φτώχειας, της φτώχειας που παίρνει το θύμα της από το μιντέρι και το τινάζει στην έρημη τη ψάθα. Και καθώς ξεκινάει, απλώνει το χέρι της η αρχόντισσα και της βάζει κάτι στο χέρι.