United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ερμογένης. Και βέβαια. Σωκράτης. Καλά κάμνεις που έχεις πεποίθησιν. Διότι τόρα πάλιν νομίζω ότι το επέτυχα νόστιμα και πλησιάζω, εάν δεν προφυλαχθώ, σήμερον ακόμη να γίνω περισσότερον του δέοντος σοφός. Πρόσεξε λοιπόν εις αυτό που λέγω.

Ναι, αλλά είναι άνοστον και ανάλατον, και δεν ημπορώ να το χωνεύσω, είπεν η πάπια η οποία το είχε δαγκάσει. — Νόστιμα παιδάκια έχει του λόγου της, είπεν η πάπια με το κόκκινον κουρέλι εις το ποδάρι. Μόνον το έν είναι κακοκαμωμένον. Κρίμα ότι δεν ημπορεί να το ξανακάμη. — Δεν ημπορώ να το αλλάξω κυρία μου, είπεν η μάνα.

Ο Βασιλεύς που δεν είχεν ακούσει ακόμη τινά να τραγουδήση έτσι νόστιμα και γλυκά, ομοίως και να λαλήση με τόσην τελειότητα, του άρεσε τόσον, που μη ενθυμώντας πλέον πως έκανε τον σκλάβον, εφώναξεν από την ηδονήν του. Εσύ, Κυρά μου, με κάνεις να υπάγω εις έκστασιν. Ο Ισαάκ, πρώτος μου τραγουδιστής, ωνομασμένος εις διάφορα βασίλεια διά την φωνήν του, δεν είναι αρκετός να σε φθάση.

Ένα κοριτσάκι κάτι αψηλότερο από μένα, ξανθούτσικο, χαμηλόβλεπο, γελαζούμενο, νόστιμα ντυμένο, και μ' άσπρο μαντιλάκι στο χέρι. Η μάννα της, μαγουλικωμένη και μαυροφόρα, ακολουθούσε. Ήρθαν και στάθηκαν πλάγι μας. Α ζωντάνευε της Παναγιάς η εικόνα, κ' έρχουνταν έτσι να σταθή κοντά μου, δε θα με γλυκοτρόμαζε πιώτερο.

Φαίνεται ότι θα γείνη δυνατός· ήρχισεν από τώρα να έχη την θέλησίν του. — Τα άλλα σου παπάκια είναι νόστιμα, είπεν η αρχόντισα πάπια. Να τα χαίρεσαι! Άφησέ τα να γυρίζουν εδώ, και αν εύρης καμμίαν κεφαλήν ψαριού φέρε μου την. Και ήρχισαν τα παπιά να τρέχουν εδώ κ' εκεί, αλλά το υστερογέννητον, το μεγάλον παπί, όλοι το έσπρωχναν, και το επερίπαιζαν, και το εδάγκαναν, και πάπιαι και όρνιθες.

Και αμέσως επήρε τον λόγον ο Διονυσόδωρος, διά να μην τον προλάβη και πη τίποτε ο Κτήσιππος και του λέγει·Πε μου ακόμη και ένα άλλο· αυτόν τον σκύλο τον κτυπάς; Και ο Κτήσιπος εγέλασε και του είπε·Ναι, μα τον θεόν· γιατί δεν μπορώ εσένα. — Ώστε κτυπάς τον πατέρα σου; — Αυτές οι ξυλιές που του δίνω, θα ήτανε πιο δίκιο να τις έτρωγε ο πατέρας σας, που δεν ηξεύρω τι του ήλθε και γέννησε έτσι σοφά παιδιά· αλλά δεν αμφιβάλλω βέβαια, Ευθύδημε, πως πολλά αγαθά από την σοφίαν σας αυτήν θα απήλαυσεν ο πατέρας. . . των κουταβιών, — Μα δεν έχει καμμιάν ανάγκην από τα πολλά αγαθά, Κτήσιππε, ούτε εκείνος ούτε συ. — Ούτε συ ο ίδιος, Ευθύδημε; — Ούτ' εγώ ούτε κανείς άλλος άνθρωπος· διότι λέγε μου σε παρακαλώ, Κτήσιππε· νομίζεις ότι είναι καλόν δι' ένα που είναι άρρωστος να πάρη φάρμακον, ή σου φαίνεται πως δεν είναι καλόν να το πάρη, ενώ έχει ανάγκην; ή, όταν πηγαίνη εις τον πόλεμον, να πηγαίνη με όπλα, ή δίχως όπλα; — Με όπλα βέβαια· αν και φοβούμαι, ότι θα βγάλης πάλιν από την απάντησίν μου κανένα από εκείνα τα νόστιμά σου συμπεράσματα. — Θα το κρίνης συ μόνος σου καλύτερα· αλλά απάντησέ μου.

Τόσον νόστιμα της εφαίνοντο, αφού μάλιστα επλύνοντο εις την δροσεράν του Προφήτου Ηλία πηγήν, ώστε τα έχαπτε τότε μοναχά και άβραστα. — Μα τι κάμνεις μάννα; Τι θα βάνουμε ς' το τσουκάλι; — Μ' αρέσουν! έλεγεν η γραία μασώσα. Πού να την ίδη λοιπόν, νέος!

Σήμερα εμπήκα εις το δωμάτιόν της, με προϋπάντησε, και της εφίλησα το χέρι με χίλιες χαρές. Ένα καναρίνι επέταξεν από τον καθρέπτην εις τον ώμον της. Νέος φίλος! είπε, και το εμάβλισε στο χέρι της· είναι προωρισμένο για τα μικρά του. Είναι πάρα πολύ αγαπητόν! Ιδέτε το! Όταν του δίδω ψωμί, κτυπά τα πτερά του, και τσιμπά τόσο νόστιμα. Με φιλεί κιόλα. Ιδέτε!

Αφτά πρέπει να γίνουνε και στην Ελλάδα, γιατί αφτά είναι κι ο σκοπός ο μεγάλος, αφτή κ' η μεγάλη μας η δουλειά. Το «Κρινάκι της Αμμουδιάς» — Τόρα θα γράψετε τίποτε άλλο; — Ναι! Έχω στο νου μου πολλά, ένα μάλιστα που του βρήκα τόνομά του, μα που ακόμη δεν τόγραψα. Το λέω· Το Κρινάκι της Αμμουδιάς . Κάπου στη Θεσσαλία, σε μιαν αμμουδιά, φυτρώνουνε κάτι άσπρα κι αδύναμα κρινάκια. Είναι πολύ νόστιμα.

Πού τα αετονύχια εκείνα, τα ευώδη ως από μύρων, τα νύσσοντα τόσον ηδονικώς τον φάρυγγα διά του λεπτού αρώματός των. Και πού τα νόστιμα εκείνα σφικτάρια, τα έχοντα πολυγωνικάς, εκ της πυκνότητος, τας ρώγας. Αχ! και πού πλέον τα ιόχροα εκείνα φιλέρια, αφ' ων βεβαίως κατεσκευάζετο πάλαι το νέκταρ του Ιμέρου και Πόθου.