United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν το θυμάσαι; με το κρασί. . . μα δεν φταίω εγώ. . . οι άλλοι. . . . . . Η φωνή του ήτο τραχεία και υποτρέμουσα. Ενώ ωμίλει παρετήρει συγχρόνως εις τους οφθαλμούς του συντρόφου του, αναμένων να ίδη δι αυτών την τύχην, η οποία τον επερίμενεν. — Α! της ξυλιές! είπεν ο Μάρτης αδιαφόρως· μπα, δεν βαριέσαι· είχατε δίκηο· σας έπια το κρασί. . . — Ας το 'πιες· εμέ δεν μ' έμελε. . . . οι άλλοι. . .

Ο Κατής βλέποντάς τον Κουλούφ, άρχισε με το καλό να τον παρακινή διά να τον κάμη να κλίνη, να χωρίση την γυναίκα του· μα βλέποντάς τον στερεόν, άρχισε να τον φοβερίζη, και μη κάνοντας τίποτε και με τες φοβέρες ηθέλησε να δοκιμάση και με τες δυναστείες· του οποίου διά πρώτην αρχήν του έδωκεν εκατόν ξυλιές εις τα ποδάρια, και ύστερα του είπε· σύρε ακόμη απόψε και κοιμήσου με την γυναίκα σου, και αύριον στοχάσου διά να την χωρίσης, ειδεμή τα όσα σου έκαμα σήμερον δεν θέλουν παρομοιασθούν με εκείνα που έχω να σου κάμω αύριον.

Κι' ο Δάφνης βρισκότανε σε κακή κατάσταση από τις ξυλιές, μα βλέποντας εκεί τη Χλόη, ταψηφούσεν όλα. Κ' έτσι απολογήθηκε: — Εγώ βόσκω τα γίδια μου καλά. Ποτέ δεν παραπονέθηκε κανένας χωριανός, ότι τραγί δικό μου βόσκησε στον κήπο του ή έσπασε κλήμα βλασταρωμένο.

Δεν ήξερα, πως θάτανε θανάσιμο έγκλημα για ένα χριστιανό να βρεθή ολόγυμνος μ' ένα νεαρό μουλσουμάνο. Ένας καδής διάταξε να μου δώσουν εκατό ξυλιές στις πατούσες των ποδιών και με καταδίκασε σε καταναγκαστικά έργα. Δεν πιστεύω νάχη γίνη ως τώρα φριχτότερη αδικία. Αλλά θάθελα να ξέρω, γιατί η αδερφή μου βρίσκεται στην κουζίνα ενός Τρανσυλβανού ηγεμόνα, πόχει καταφύγει στην Τουρκία.

Και αμέσως επήρε τον λόγον ο Διονυσόδωρος, διά να μην τον προλάβη και πη τίποτε ο Κτήσιππος και του λέγει·Πε μου ακόμη και ένα άλλο· αυτόν τον σκύλο τον κτυπάς; Και ο Κτήσιπος εγέλασε και του είπε·Ναι, μα τον θεόν· γιατί δεν μπορώ εσένα. — Ώστε κτυπάς τον πατέρα σου; — Αυτές οι ξυλιές που του δίνω, θα ήτανε πιο δίκιο να τις έτρωγε ο πατέρας σας, που δεν ηξεύρω τι του ήλθε και γέννησε έτσι σοφά παιδιά· αλλά δεν αμφιβάλλω βέβαια, Ευθύδημε, πως πολλά αγαθά από την σοφίαν σας αυτήν θα απήλαυσεν ο πατέρας. . . των κουταβιών, — Μα δεν έχει καμμιάν ανάγκην από τα πολλά αγαθά, Κτήσιππε, ούτε εκείνος ούτε συ. — Ούτε συ ο ίδιος, Ευθύδημε; — Ούτ' εγώ ούτε κανείς άλλος άνθρωπος· διότι λέγε μου σε παρακαλώ, Κτήσιππε· νομίζεις ότι είναι καλόν δι' ένα που είναι άρρωστος να πάρη φάρμακον, ή σου φαίνεται πως δεν είναι καλόν να το πάρη, ενώ έχει ανάγκην; ή, όταν πηγαίνη εις τον πόλεμον, να πηγαίνη με όπλα, ή δίχως όπλα; — Με όπλα βέβαια· αν και φοβούμαι, ότι θα βγάλης πάλιν από την απάντησίν μου κανένα από εκείνα τα νόστιμά σου συμπεράσματα. — Θα το κρίνης συ μόνος σου καλύτερα· αλλά απάντησέ μου.

Και επειδή εις την πολιτείαν εκυρίευεν ένα είδος λοιμικής νόσου απέθνησκον πολλοί· όθεν σχεδόν καθ' ημέραν εκατέβαζον ένα νεκρόν με ένα ομού ζωντανόν, μετά επτά ψωμιά και το νερόν του· εγώ με τον ίδιον τρόπο τους τα άρπαζα, έπειτα με ένα ξύλον τους έδιδα μίαν ή δύο ξυλιές εις το κεφάλι, και εκείνοι από τον φόβον τους απέθνησκον εν τω άμα.

Άργησα όμως τόσο πολύ σ' αυτή τη δουλιά, που ο Ιμάμης θύμωσε και βλέποντας, πως είμαι χριστιανός, φώναξε βοήθεια. Με πήγανε στον κατή, ο οποίος έβαλε να μου δώσουν εκατό ξυλιές μ' ένα πέταυρο στις πατούσες των ποδιών, και μ' έστειλε στα καταναγκαστικά έργα. Μ' αλυσσοδέσανε ακριβώς στην ίδια γαλέρα και στον ίδιο μπάγκο με τον κύριο βαρώνο.

Οι δε αστυνόμοι, αφού τον κρατήσουν και τον ανακρίνουν, τότε και αυτοί σεβόμενοι τον προστάτην θεόν των ξένων, εάν μεν φανή ότι αδίκως ο ξένος εκτύπησε τον εντόπιον, ας δώσουν με την μάστιγα εις τον ξένον τόσες ξυλιές, όσας έδωκε αυτός και ας καταπαύσουν την ξενοκρατίαν του. Εάν όμως δεν έχη άδικον, ας απειλήσουν και ας ονειδίσουν τον καταδότην και ας αφήσουν και τους δύο.

Πρέπει να δουλεύγω, για νάχω να πλερόνω το χαράτσι και τάλλα δοσίματα. Και σαν έχω να χορταίνω τον Αγά και το Σούμπαση και κάθα γιανίτσαρο που μου ζητά, γλυτόνω σκιάς απού τσι ξυλιές και χερότερα. Δουλεύγω, σα σκλάβος, για τη σκλαβιά μου. Ο παπάς αναστέναξε: — Και ποιος χριστιανός δεν είνε σκλάβος και δε δουλεύγει για τη σκλαβιά του;

Άφης τ' αυτά, είπεν άλλος εκ των Τούρκων, κ' εμείς, πούρθαμε, θα χορέψωμε. Και έκαμε ναπωθήση τον Αέραν και να προχωρήση εις τον κύκλον του χορού. Αλλ' ο προεστός τον ήρπασεν από τον βραχίονα με χέρι στιβαρόν και είπεν εντόνως: — Η γιανιτσαριά, μωρέ, 'πέρασε. Κιόποιος θέλει να κάμη το γιανίτσαρο τρώει ξυλιές.