United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω! όχι ποτέ άνθρωποι δεν αγαπήθηκαν τόσο πολύ και δε βασανίστηκαν τόσο σκληρά. Όταν ο Τριστάνος γύρισε από το κυνήγι, τσακισμένος από τη βαρειά ζέστη, αγκάλιασε τη Βασίλισσα με τα χέρια του. «Φίλε, που έλειπες όλη την ημέρα;» — Κυνηγούσα ένα ελάφι, κ' είμαι σκοτωμένος από την κούρασι. Κύττα, ο ιδρώτας τρέχει από το σώμα μου. Θάθελα να πέσω να κοιμηθώ».

Πώς θάθελα να σώκοβε αυτή τη γλώσσα ένα πυρακτωμένο χαλινάρι. Γιατί τα όσα κακά ο κόσμος υποφέρει, από αυτή τη δύναμι πηγάζουν. Καθώς τα πλοία τον ωκεανό δαμάζουν μ' ένα μικρό πηδάλιο κι' όταν το χάσουν, πάνω στα βράχια ρίχνονται να σπάσουν, έτσι κι' η γλώσσα, ολόκληρο ένα κορμί το κυβερνάει ή το ρίχνει με ορμή στην κόλασι. Φύγε να μη σε βλέπω. Πορνεία είνε τα μάτια σου γιομάτα.

Θάθελα να ιδώ ένα τόσο σπάνιο ον, είπε ο Μαρτίνος. Ο Αγαθούλης αμέσως έστειλε να ζητήση την άδεια από τον εξοχώτατο Ποκοκουράντη να πάη την επομένη να τον επισκεφθή. &Επίσκεψη στου Άρχοντα Ποκοκουράντη Βενετσάνου άρχοντα.& Ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος πήγανε με γόνδολα στη Μπρέντα και φτάσανε στο παλάτι του άρχοντα Ποκοκουράντη.

Αυτή ξανακοκκίνησε ως μέσα στα μάτια κ' έκανε με το κεφάλι «όχι». Δε θαργήσωμε ξαναείπ’ ο Νίκος που με τις ματιές του αγκάλιαζε την πορφυρή της επιθυμία, την άλαλη, κ’ έπαιρνε κι ο ίδιος φωτιά, σα να του φαινόταν τώρα ο χορός αυτός ο μόνος σκοπός της ζωής του. Είν' η κυρία Ευρυδίκη κοντά στη Βεργινία και της είπα να μη φύγη πριν να γυρίσωμε. . . Ξανασήκωσε. η Λιόλια το κεφάλι της και κύτταξε το Νίκο κατάματα. . . Τι να τους έλεγαν τω ματιών του εκείνα της τα μάτια ! Τους έλεγαν; «Αχ ! θέλω, θέλω ! κι ας ήναι για ένα γύρο μοναχά τόσο πολύ ταποθυμώ που μετά θάθελα να πέθαινα !. . . Κύριε Νίκο ! Κύριε Νίκο ! σκότωσέ με, αν θέλης μα πάρε με μαζί σου ! Δε χόρεψα ποτέ μου σε χορό αληθινό, παρά μόνο μια φορά, τόσο δα λιγάκι, στο σπίτι μιας φιλενάδας μου που ήμουνα μικρή, πολύ μικρή μα δεν μπορώ να το ξεχάσω. . .» Αυτό τούλεγαν του Νίκου τα μάτια της.

Το κάθε κτύπημά σου τη σάρκα μου θε να περνά, ως νάρθη μια στιγμή, που σαν το σύκο αμέτρητα κουκιά χρυσάφι μέσα στο αίμα μου, το θείο δάρσιμό σου να γυρνά! Πώς θάθελα να σ' έβλεπα σαν λυσσασμένο λύκο, 'πάνω μου να χουμίξης κι' εγώ νάμαι το αδύνατο το λάφι. Οι ανωτέρωΠρίσκιλλα ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Ετόλμησα κι' εμπήκα. . . ΕΥΝΙΚΗ. Ποιος είνε; Πρίσκιλλα εσύ;

Θάθελα νάταν εδώ. Ασφαλώς, αν όλα είναι καλά, αυτό συμβαίνει μόνο στο Ελδοράδο και σε κανένα μέρος του άλλου κόσμου. Τέλος προτίμησε ένα δυστυχισμένο σοφό, πούχε δουλέψει δέκα χρόνια για τους βιβλιοπώλας του Άμστερνταμ. Σκέφτηκε, πως δεν υπάρχει άλλο επάγγελμα στον κόσμο, που ν' απαγοητεύη περισσότερο.

Έτσι ο Αγαθούλης, ο Μαρτίνος κι' ο Περιγουρδίνος, συνομιλούσανε απάνου στη σκάλα βλέποντας να περνά ο κόσμος μετά το τέλος της παράστασης. — Αν και βιάζομαι πολύ να ξαναϊδώ τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη, είπε ο Αγαθούλης, θάθελα όμως να δειπνήσω με τη δεσποινίδα Κλαιρόν, γιατί μου φάνηκε θαυμαστή κοπέλλα.

Η επιθυμία της σάρκας βγάζει από το κορμί σου φωτειά που ίσαμε αυτού με καίει. Σε πυρωστιά θάθελα το κορμί σου απλωμένο νάβλεπα. Θέλω τον ερωμένο μου κακόν, αγριεμένο, τον θέλω χυδαίο! ποτέ μου δεν σε είδα σαν και τούτη τη στιγμή ωραίο! Άρπα με από τα μαλλιά και κάτω ρίξε με, δος μου κατακεφαλιές, βρίξε με. βάρα με, σαν το ρόιδι να σκάσω από τη γλύκα.

Ο Τριστάνος της έλεγε: «Βλέπεις αυτές της ωραίες μπούκλες; είναι του Ντενοαλέν. Σου πήρα εκδίκηση απάνω του. Ποτέ του πεια δε θ' αγοράση ούτε θα πουλήση θώρακα ούτε κοντάρι! — Καλά, άρχοντα. Αλλά τεντώστε το τόξο σας, παρακαλώ. Θάθελα να ιδώ αν τεντώνεται εύκολα». Ο Τριστάνος το τέντωσε μ' έκπληξι, χωρίς να καταλαβαίνη καλά.

Θάθελα να τους ρωτήσω σαν τι αρρώστεια έχετε που σας δίνουν τόσα γιατρικά. ΑΡΓΓΑΝ Σιωπή, αμαθεστάτη! Δεν είνε δική σου δουλειά να εξελέγχης τις συνταγές της ιατρικής. Ειδοποίησε την κόρη μου την Αγγελική νάρθη εδώ. Έχω κάτι να της πω. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Να την πούρχεται ακάλεστη· θα μάντεψε, φαίνεται, τη σκέψι σας. ΑΡΓΓΑΝ Έλα κοντά, Αγγελική. Ήρθες απάνω στην ώρα. Ήθελα να σου μιλήσω για κάτι.