Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


— Ω, είπεν η μικρά κόρη δεν βαρύνομαι την δουλειά, αλλά βιάζομαι να φθάσωτον παππού. Πώς να σ' αφήσω όμως κ' εσένα παραπονεμένην. . . Θα σου κάμω όσα μου εζήτησες και έπειτα θα τρέξω, θα τρέξωτον δρόμον μου όσο βιαστικά ημπορώ.

Πες του, Μπάρμπα- Σταυρή, τας τιμάς, είπεν η Αρφανούλα, γιατί σήμεραημέρα που είνεέχωτο εργοστάσιον σωρό δουλειά και βιάζομαι. Να ζήσης, Μπάρμπα-Σταυρή. Ξέρεις εσύ, γιατί είχες μια φορά ψιλικατζίδικο. Εγώ θα σε παρακαλούσα από τα χθες, αλλά ντράπηκα. — Έννοια σου, Αρφανούλα μου, έννοια σου. Μπορούσα εγώ να σας αφήσω!

Ο Έφις προσπάθησε να την προσπεράσει, αλλά η γριά άρχισε να μιλάει δυνατά και αναγκάστηκε να σταματήσει για να την ακούσει. «Λοιπόν, τι σου έκανα; Επειδή τα παιδιά αγαπιούνται, εμείς οι γέροι πρέπει να μισούμε ο ένας τον άλλο;» «Βιάζομαι, κυρά Ποτόι.» «Το ξέρω, έχετε φασαρίες στο σπίτι. Δεν φταίω όμως εγώ. Εγώ είμαι η χαμένη σ’ αυτή την περίπτωση.

Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Όχι, εδώ πλειά μη με κρατής, τι βιάζομαιτον δρόμο• 315 και δώρον, όποιον η καρδιά σου λέγει να μου δώσης, όταν γυρίσω δόσε μου, 'ς το σπίτι να το πάρω, πανεύμορφο, και ανταμοιβή θ' αξίζη προς εσένα».

ΑΔΜΗΤΟΣ Μείνε μαζί μας, κάθησαι μαζί μας να δειπνήσης. ΗΡΑΚΛΗΣ Άλλοτε μένω. Βιάζομαι να φύγω τώρα. ΑΔΜΗΤΟΣ Είθε να επιτύχης, γρήγορα να έλθης πάλι πίσω. Στη χώρα και στο κράτος μου προστάζω οι πολίται να χαιρετίσουν με χορούς την ευτυχία μου όλοι, και να προσφέρουν στους βωμούς την κνίσα από ταύρους. Γιατί για μας ανέτειλαν καλλίτερες ημέρες από της πριν. Είμαι ευτυχής τώρα, και δεν το αρνούμαι.

Κι άλλα φώτα! φώτα! Εμπρός να ζήτε. Ειδεμή, εγώ σε ησυχάζω! ΤΥΒΑΛΤΗΣ Βιάζομαι να κρατηθώ· πλην ο θυμός με πνίγει, κι από την στενοχώριαν μου ανατριχιάζω όλος. Ας τραβηχθώ. Όμως αυτός εδώ ο ερχομός του, και αν του φαίνεται γλυκός, εις πίκραν θα γυρίση.

ΡΩΜΑΙΟΣ Πηγαίνομεν βιάζομαι να γίνη ο σκοπός μου. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Σιγά σιγά και γνωστικά. Σκοντάπτει όποιος τρέχει. Οδός. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Πούτον διάβολον να είναι αυτός ο Ρωμαίος; — Δεν επήγεν να κοιμηθή την νύκτα; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Δεν επήγεν εις του πατρός του. Μου το είπεν ο άν- θρωπός του. ΜΕΡΚΟΤΙΟΣ Αυτή η σκληρόκαρδη Ροζαλίνα με το χλωμόν της το πρόσωπον τον κατατυραννεί και 'πάγει να τον τρελ- λάνη.

Πολύ ευχαρίστως, αλλά, σε παρακαλώ, άλλην φοράν, ω Σώκρατες, διότι τώρα βιάζομαι να υπάγω κάπου, και είνε καιρός να πηγαίνω. Σωκράτης. Τι παράξενα κάμνεις, φίλε μου.

Έτσι ο Αγαθούλης, ο Μαρτίνος κι' ο Περιγουρδίνος, συνομιλούσανε απάνου στη σκάλα βλέποντας να περνά ο κόσμος μετά το τέλος της παράστασης. — Αν και βιάζομαι πολύ να ξαναϊδώ τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη, είπε ο Αγαθούλης, θάθελα όμως να δειπνήσω με τη δεσποινίδα Κλαιρόν, γιατί μου φάνηκε θαυμαστή κοπέλλα.

Πόσα μου είπες η ροκάναις η μεγάλαις, πόσα η μικραίς και πόσα η σφυρίκτραις: Πού να θυμηθώ; Η Αρφανούλα τον είδε με βλέμμα λύπης και απελπισίας, έσεισε την κεφαλήν της και είπεν. — Άκουσέ τα λοιπόν πάλιν γλήγωρα, γιατί βιάζομαι. Πενήντα η μεγάλαις η ροκάναις, τριάντα η μικρότεραις, είκοσι η πειο μικραίς.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν