Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Και την άκουγα να ξεσπά σε λυγμούς, σα να βρισκότανε σε μεγάλη αγωνία: Αν δεν είχα εσέ, πιστεύεις πως θα μπορούσα να ζήσω; Πόσο βάσταξε η εποχή αυτή δεν μπορώ να το θυμηθώ σωστά. Τη θυμούμαι μόνο σαν ένα μοναδικό φοβερό χειμώνα χωρίς χιόνι, σα μια μακριά σκοτεινή γραμμή στη ζωή μας, στη ζωή που μου φαινόταν άδεια και χωρίς νόημα.

Άστραψε, Κύριε, με φοβέρα στην αδυναμία μου που κυττάζει τους βραδυνούς ορίζοντες μήπως τον ιδή. Μην αφήσης τους στεναγμούς μου να κινούν τα φυλλώματα του Παραδείσου. Μην αφίνης την αμφιβολία μου να σβύνη τη φλόγα των άστρων σου. Κεραύνωσε τον πόνο μου που ρωτά τον ουρανό κι' ασχημίζει την αιωνιότητα. Κύριε, ας μη τον θυμηθώ! Ξέρω που τον έβαλες σε τοπείο με απλές και καθαρές μορφές.

Τώρα, λέγε μου εσύ ό,τι θέλεις.. Σούρβα είναι σούρβα, το ξέρω. Και την τύχη την βλέπουν για την συνήθεια, όχι για την αλήθεια, κι' αυτό σωστό. Μα όταν θυμηθώ τους κούφιους εκείνους κρότους και ταις μακρυναίς τουφεκιαίς, που ύστερ' από λίγαις ημέραις άρχισαν ν' ακούγωνται τριγύρω στα χωριά, μου ξεσηκώνετ' η καρδιά μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω.

Κάθισε, θεία Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παληά μου βάσανα, θα μου έρθουν, τάχα, σαν όνειρο στον ύπνο μου; — Έτσι τα θυμάται, πλειό, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της. — Αλήθεια! . . . και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ. Η οικία ήτο διπλή.

Αύριον αναχωρώ απ' εδώ και, επειδή ο τόπος της γεννήσεώς μου μόνον έξ μίλλια απέχει από το δρόμο μου, θέλω να τον ξαναδώ, θέλω να θυμηθώ τις παληές, ευτυχώς σα σε όνειρο περασμένες, ημέρες. Από την ίδια πόλη θέλω να μπω, από την οποίαν εβγήκε μαζί μου η μητέρα μου στ' αμάξι, ότε μετά τον θάνατό του πατέρα μου εγκατέλειψε τον αγαπητό μας τόπο, για να κατακλεισθή εις την ανυπόφορη πόλη της.

Και γύρω στα χείλη της έπαιζε ένα χαμόγελο, που νόμιζα πως κάποτε το είχα δει. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πότε. — Δεν κλαίω πια, είπε. Κ' η φωνή της είχε έναν ήχο σχεδόν προκλητικό, όταν πρόστεσε: — Αυτό είναι και το μυστικό μου. Ακολούθησα τη διάθεσή της χωρίς να νοιώσω τα λόγια της. Είμουνα ευχαριστημένος κ' ευτυχισμένος με το συναίστημα πως μας χαμογελούσε ξανά η ζωή.

Πόσα μου είπες η ροκάναις η μεγάλαις, πόσα η μικραίς και πόσα η σφυρίκτραις: Πού να θυμηθώ; Η Αρφανούλα τον είδε με βλέμμα λύπης και απελπισίας, έσεισε την κεφαλήν της και είπεν. — Άκουσέ τα λοιπόν πάλιν γλήγωρα, γιατί βιάζομαι. Πενήντα η μεγάλαις η ροκάναις, τριάντα η μικρότεραις, είκοσι η πειο μικραίς.

Στον Ιππόδρομο είναι ένας οβελίσκος, και των Πλαταιών το χάλκινο τριπλό φίδι, που δεν το είδα στους Δελφούς, όταν διάβαζα τον Παυσανία. Τι να θυμηθώ πρώτα στον Ιππόδρομο; Τον Κωνσταντίνο, τον Ιουστινιανό, τους Ισαύρους, ή τον καιρό που άφιναν και γίνουνταν ερείπια ο τόπος αυτός της ζωής και της ταραχής; Αυτός ο καιρός είναι πιο σιμά μου.

Μ' ακούει με ξαφνισμένα, αστραφτερά μάτια κ' έπειτα από πολύν καιρότόσο πολύ που δεν μπορώ πια να θυμηθώ τι είπαμου διηγιέται πως ο Σβεν κάθησε στο κρεββάτι της, ντυμένος το καινούριο άσπρο του φόρεμα με τη γαλάζια κορδέλα, και της είπε: — Μαμά, δεν πρέπει να κλαις τόσο πολύ για μένα. Με πονεί το κεφάλι όταν κλαις. Ακούω αυτά τα λόγια και τα παίρνω σαν έναν καλό οιωνό.

Και ίνα καθησυχάση την παραπονουμένην δικαίως γυναίκα, προσέθηκε μειλιχίως, θέλουσα να μειδιάση τάχα μ' εκείνο το ξηρόν πρόσωπόν της: — Πού να θυμηθώ! Έχεις ένα σουρό βασιλόπηττες! — Τι θα πη ένα σουρό! έλεγεν η ξένη γυνή, φυσώσα επί του τελευταίου ταψίου, ως να ήτο τάχα αναμμένον και ήθελε να το σβύση.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν