United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα εσάς, Βοριά και Ζέφυρε, σας κράζει ο Αχιλέας να τρέξτε γοργοσίφουνοισφαχτά σας τάζει αν τρέξτεκαι να φτερώστε τη φωτιά, όπου βαλμένος στέκει 210 ο Πάτροκλος που οι Δαναοί κλαιν όλοι το χαμό τουΕίπε και φέβγει. Τότε οι διο σηκώθηκαν ανέμοι μ' αχούς και κρότους, κι' έσπρωχναν τα σύγνεφα μπροστά τους.

Η τελευταία λέξις του αναγνωσθέντος εις το προαύλιον του αγίου Δημητρίου Ευαγγελίου «Χαίρετε» έφθασε κάτω, συνοδευμένη με τους γλυκείς των κωδώνων ήχους, με τους οξείς των πυροτεχνημάτων κρότους, και με τας αναφωνήσεις τας διθυραμβικάς του «Χριστός Ανέστη».

Κάθε οκτώ, την αυγήν, βαθειά, μέσα εις τον ύπνον της, ήκουε τους κρότους της μηχανής του ατμοπλοίου, όπερ προ της οικίας της παρέπλεε, κ' εξήρχετο επί του σεσαθρωμένου και ημικρημνισμένου εξώστου, θεωρούσα τους επιβαίνοντας και αναζητούσα τον υιόν της, μαύρη, μικρά, συμμαζευμένη ως ηπλωμένον ράκος δακρύβρεκτον να στεγνώση. Εις το ταχυδρομείον εξημέρωνε αυτή πρώτη απ' έξω.

Τώρα, λέγε μου εσύ ό,τι θέλεις.. Σούρβα είναι σούρβα, το ξέρω. Και την τύχη την βλέπουν για την συνήθεια, όχι για την αλήθεια, κι' αυτό σωστό. Μα όταν θυμηθώ τους κούφιους εκείνους κρότους και ταις μακρυναίς τουφεκιαίς, που ύστερ' από λίγαις ημέραις άρχισαν ν' ακούγωνται τριγύρω στα χωριά, μου ξεσηκώνετ' η καρδιά μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω.

Εκεί όπου επί δεκάδας ετών εσείετο η γη, κατά τας θερινάς νύκτας, υπό τας εκρήξεις της ευθυμίας του πλήθους, υπό τους ήχους των χαλκίνων οργάνων και τους κρότους των ράβδων, εφέτος επικρατεί σκότος και ερημία επί εδάφους παραμορφωθέντος, αγνωρίστου.

Ήτο ήδη μεσονύκτιον, νυξ βαθεία, και η Αφέντρα, από την βαθείαν εκείνην σιγήν, από τους αμυδρούς εκείνους κρότους, τους τόσον λεπτούς, ώστε αδυνατεί τις να εννοήση αν είνε της ακοής ή της φαντασίας, από το αόριστον εκείνο και μυστηριώδες και ανεξήγητον θέλγητρον, χωρίς επί στιγμήν να νυστάξη, ησθάνετο ότι είνε παράωρα. Νυξ μακρά του Δεκεμβρίου, χρόνος η νύκτα.

Ο βαρύς κρότος των σφυρών και των ραιστήρων δεν ηνώχλει πλέον, φευ! τα ώτα της, από πολλού συνειθισμένα εις τον ήχον τούτον. Ίσως μάλιστα η μακρά συνήθεια είχε καταστήσει ευαρέστους εις την ακοήν αυτής τους κρότους εκείνους. Πλην τούτου ήκουεν από όρθρου βαθέως μέχρι πρωίας συνδιαλέξεις, βλασφημίας, επιφωνήσεις και άσματα.

Ο Καρδοπάκης είχεν αποκοιμηθή, και αντί ν' ακούη αυτός τους κρότους τους έξω, ήκουον αι δύο κόραι τον ρογχαλισμόν του. Έξω εφύσα λεπτή αύρα, κ' ηκούετο από καιρού εις καιρόν ο θρους των φύλλων.

Να μη φέξη, για τόνομα του Θεού: Ας μπορούσε τουλάχιστο να φέξη μια ώρα πιο αργά· να ξεχνιάση το Χάρο. Τι είναι που τρίζει; Κάτι κρότους ακούω. Ο κρότος μεγαλώνει. Με τρομάζει. Κατάλαβα τι είναι. Τίποτις δεν είναι. Του παπού η αναπνοή, στην κάμερη πλάγι, που κοιμάται. Βαριά, βαριά παίρνει την αναπνοή του. Δυσκολέβεται να την πάρη. Τι καρδιοχτύπια είναι τούτα; Τακούω ίσια με δω.

Τίποτα! πώς είνε δυνατόν; Ξαναρωτάει: — Αρχάγγελο το λεν έχει φιγούρα δέλφινα... έχει στα μεσανό κατάρτι κόφα· Σπετσιώτικο χτίσιμο. Και κολλά περίεργα τα μάτια στου υπαλλήλου το πρόσωπο, αφτιάζεται προσεχτικά τους κρότους που βγάζει ξερούς, συγκρατητούς σαν οδοντοχτύπημα κρυομένου η μηχανή. Τα σωθικά του λαχταρούν, φεύγουν τα σανίδια από τα πόδια του· λιποθυμίας αύρα τον περιζώνει παντού.