United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τότες ο Δυσσέας στη Χρύσα ζύγωνε μαζί με τα σφαχτά τ' Απόλλου.

Και αν φορτηγόν ζώον ή ίππος ή κύων ή κανέν από τα σφαχτά βλάψη κανέν πράγμα του πλησίον, ομοίως να πληρώση την βλάβην.

Γιατί και πρώτοι τρέχετε στο μήνημά μου πάντα σαν τόχει και τοιμάζουμε των προεστών τραπέζι, όπου να τρώτε βρίσκετε σφαχτά καλοψημένα, 345 και πλόσκες με γλυκό κρασί να πίνετε όταν θέτε. Τώρα θα βλέπατε ήσυχοι κι' αν τάγματά μας δέκα πριν από σας με τα βαριά κοντάρια αν πολεμούσαν

Ωστόσο του νεκρού η φωτιά να λαμπαδιάσει αργούσε· 192 τότε άλλο σκέφτηκε ο γοργός γιος του Πηλιά να κάνει. Στα ξύλα στέκοντας μπροστά, στους διο περικαλιέται ανέμουςΖέφυρο, Βοριάκι' ώρια σφαχτά τους τάζει· 195 κι' όλο μ' από χρυσό σταλιές τους ξόρκιζε ποτήρι ναρθούν, που η φλόγα τους νεκρούς να πιάσει χέρι χέρι και να φουντώσουν σύντομα τα στοιβασμένα ξύλα.

Έτσι σα μάλωσαν οι διο με θυμωμένα λόγια, σηκώθηκαν, κι' η συντυχιά χωρίζει στα καράβια. 305 Κι' ο Αχιλέας πάγαινε των καλυβιών το δρόμο αντάμα με τον Πάτροκλο και τους δικούς του αθρώπους· κι' ο Αγαμέμνος έρηξε στη θάλασσα 'να πλοίο, και λαμνοκόπους διάλεξε ως είκοσι ανομάτους, κι' έμπασε μέσα τα σφαχτά του Φοίβου, και κατόπι έφερε μέσα κι' έκατσε την ώρια Χρυσοπούλα· 310 και μέσα τέλος αρχηγός μπήκε ο σοφός Δυσσέας.

Είπε ο ισόθεος θνητός, και στ' όμορφο του αμάξι 310 έβαλε μέσα τα σφαχτά, κι' ανέβηκε κι' ατός του, έπειτα πίσω τέντωσε τα γιαλισμένα γκέμια. Σιμά του κι' ο Αντήνορας ανέβηκε στ' αμάξι. Αφτοί έτσι γύριζαν λοιπόν στο κάστρο ξαναπίσω· Κι' ο Έχτορας κι' ο θεϊκός Δυσσέας πρώτα πρώτα μετρούσαν την απόσταση.

Και μέσα τότες στο καστρί οι διο διαλαλητάδες 245 κατέβαιναν με των θεών τα σεβαστά ορκιστήρια, με διο σφαχτά και πρόσγλυκο κρασί, της γης το θρέμμα, μες σ' ένα ασκί γιδίτικο.

Ο ήλιος έκαιεν. — Να δγης, Μα, έλεγε κατά την εργασίαν η μικροτέρα. Ήρθαν κ' ήρθαντο χωράφι κάτω. Ο κυρ Γεώργης, ο καπετάν Μαθιός, ο Γιάννς τς Μαχώς. — Έχνι σφαχτά, προσέθηκε και η Δεσποινιώ. Έχνι ψτά, γάλατα, τυριά χλωρά και μιζίθρες. — Πήρανε κι' τ' νύφ'; ηρώτησεν και η γραία. — Τν' έχνι. Η εργασία εξηκολούθει. Είχεν ήδη εξαχθή μέγας σωρός του αναιδούς αργοφυτού.

Ξένος. Η δε επιστήμη την οποίαν ζητούμεν να συλλάβωμεν ανήκε και ανήκει ακόμη εις τα ήμερα, και βεβαίως έπρεπε να την εύρωμεν μέσα εις τα αγελαία σφαχτά. Νέος Σωκράτης. Μάλιστα. Ξένος. Λοιπόν ας μη διαιρούμεν λαμβάνοντες υπ' όψιν το όλον καθώς τότε, ούτε να βιαζώμεθα, διά να φθάσωμεν τάχα γρήγορα εις την πολιτικήν. Διότι και τόρα πάλιν μας έκαμε να πάθωμεν εκείνο που λέγει η παροιμία.

Τότες φωνάζει ο Έχτορας με μια φωνή μεγάλη 110 «Τρώες λιοντόκαρδοι, κι' εσείς κοσμάκουστοι συμμάχοι, άντρες φανείτε, βρε παιδιά, και την παλικαριά σας μην ξαστοχάτε, όσο που εγώ να τρέξω ως μες στη χώρα να πω στους γεροπροεστούς και στα γλυκά μας τέρια να τάξουν των θεών σφαχτά και προσεφκές να κάνουν115 Είπε, και φέβγει σείνοντας πας στην κορφή τη φούντα.