United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μήπως μαζί με τα έργα της τέχνης θάφτηκε κ' εκείνο εκεί και τώρα βγήκε να του φωνάξη: «πιάσε με!;» Και τι νάνε τάχα; τι νάνε; Μήπως το πνεύμα του το δυνατό, μήπως η ψυχή του η μυριοπρόσωπη ; Κι αν ήταν τ' ήθελε; Προσήλωσε τα μάτια του καλά· τέντωσε ταφτιά του· Σείστηκε φύλλο· γρύλλος έτριξε. Ο Αριστόδημος ανατρίχιασε. Μιλούνε λοιπόν; Μιλούνε.

Σάτυρος είμαι· σ' όλα γελάω. Τον ίδιο Μώμο δεν τον ψηφάω. Μακρόθεν στάκα· μη με πειράξης. Τι σε δαγκάνω, και θα φωνάξης. Ένας κάπιος μια φορά, Μου είπε· φίλε Σάτυρε· Τη γλώσσα σου καμπόσο Να κόντευες, ως τόσο. Και με μούτρα σοβαρά Τέντωσε το δάχτυλο, Ως μέτρο να διορίση Στη φρόνιμη του κρίσι.

Ανασήκωσε βαρειά τόμορφο κεφάλι της σα νάθελε να διώξη τρομαχτικά όνειρα και τέντωσε τα μάτια της κοιτάζοντας άγρια έξω απ' το κρεββάτι. Το κανδηλάκι πούκαιε εκεί σε μιαν άκρη, έρριχνε θαμπές και τρεμάμενες αχτίδες μέσα σε θεόρατες σκιές που ξαπλόνουνταν τρεμουλιαστές απάνω στα ντουβάρια, στα μόμπιλα, στο πάτωμα.

Είπε ο ισόθεος θνητός, και στ' όμορφο του αμάξι 310 έβαλε μέσα τα σφαχτά, κι' ανέβηκε κι' ατός του, έπειτα πίσω τέντωσε τα γιαλισμένα γκέμια. Σιμά του κι' ο Αντήνορας ανέβηκε στ' αμάξι. Αφτοί έτσι γύριζαν λοιπόν στο κάστρο ξαναπίσω· Κι' ο Έχτορας κι' ο θεϊκός Δυσσέας πρώτα πρώτα μετρούσαν την απόσταση.

Καλά κάνετε· δουλέψτε τώρα που είστε νέοι... Έτσι δούλεψα κ' εγώ στα νιάτα μου· δούλεψα... Και τέντωσε πίσω το κορμί του, θέλοντας να δείξη πως οι πλάτες του ήταν ακόμη πιασμένες από την πολλή δουλειά. Έπειτα ορθός και λυγιστός μπήκε στο γραφείο του κ' έκλεισε την πόρτα. Ξεκαπελλώθηκε, πήγε ίσα στάγαλμα της Δόξας και το κύτταξε για κάμποση ώρα.

Τι; θέλ'ς να ζήσω ογδοήντα, εννενήντα, εκατό χρόνια, να ξωλαλάω, να μη γνωρίζω, να μη βλέπω, και να λέγω την ψείρα μπούμπα; Ο Θεός να μη μ' το χρωστάη! Το καλό μ' είναι να τα κλείσω με τα φρένα μ'!.. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μια μαύρη κόττα στο δωμάτιο, σήκωσε τα φτερά της, τα τέντωσε και τα χτύπησε σα να ήθελε να λαλήση.

Ο Τριστάνος της έλεγε: «Βλέπεις αυτές της ωραίες μπούκλες; είναι του Ντενοαλέν. Σου πήρα εκδίκηση απάνω του. Ποτέ του πεια δε θ' αγοράση ούτε θα πουλήση θώρακα ούτε κοντάρι! — Καλά, άρχοντα. Αλλά τεντώστε το τόξο σας, παρακαλώ. Θάθελα να ιδώ αν τεντώνεται εύκολα». Ο Τριστάνος το τέντωσε μ' έκπληξι, χωρίς να καταλαβαίνη καλά.

Λοιπόν το τέντωσε καλά ακουμπισμένο χάμου, και κατά γης τα' απίθωσε.

Μα τότε ο Πάρης, της Λενιός ο ζηλεμένος άντρας, του τέντωσε το γυριστό δοξάρι, ακουμπισμένος 370 πίσω από στήλη, πούστεκε στ' αντροφτιασμένο μνήμα του Ίλου, του Δαρδάνου γιου, παλιού δημογερόντου. Έλυνε εκιός τα πλουμιστά τσαπράζα απ' τ' Αγαστρόφου τα στήθια, κι' απ' τους ώμους του την πετσωμένη ασπίδα, και τούβγαζε το κράνος του.

Δικαίωμα κανείς δεν έχει να μ' εγγίξη, κι' ας έκοψα και νόμισμα! Διότι εγώ είμαι ο βασιλεύς! ΕΔΓΑΡ Ω θέαμα, που την καρδιάν ξεσχίζει! ΛΗΡ Ως προς τούτο η φύσις υπερβαίνει την τέχνην. — Πάρε συ αυτά τα χρήματα. Είναι ο αρραβώνας σου. Αυτός εδώ κρατεί το τόξον του 'σάν σκιάχτρο . Τέντωσέ το μίαν οργυιάν σωστήν... Κύττταξε εκεί. Ένας ποντικός! Σιγά, σιγά!