United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγει πως και τον ανασασμό του ακόμη αν θελήση να μεταχειρισθή θ' αποσβολώση τον εχθρό του. Τον σπρώχνει αποδώ, αποκεί τον ξεσχίζει, αλλού τον στραγκαλίζει. Αισθάνεται να τον περιχύνη το αίμα του, τα κοψίδια να κρέμωνται στα δάχτυλα του σπαρταριστά κ' εκείνος όλο φυσά και όλο θυμώνει και αντρειεύεται, όπως ο Ιακώβ όταν επάλαιψε νύχτα με το Είδος του Θεού. Σε τέτοια θέσι τόρα ήμουν κ' εγώ.

ΧΟΡΟΣ Μα οι στεναγμοί νεκρό δεν ανασταίνουν. ΧΟΡΟΣ Είναι πολύ σκληρόν να μην ξαναντικρύσης μίας γυναίκας πρόσωπον που τόσον αγαπούσες. ΑΔΜΗΤΟΣ Μου εθύμισες τον πόνο που ξεσχίζει την καρδιά μου. Δεν είναι άλλη συμφορά στον κόσμο πιο μεγάλη παρά να χάση την πιστή γυναίκα του. Στο σπίτι γυναίκα μου καλλίτερα να μην την είχα φέρει. Ζηλεύω τους ανθρώπους που δεν έχουνε γυναίκα ούτε παιδιά.

Σε μια κι άλλη μεριά του Της λίμνης τ' άσπρα τα νερά τα δόλια δεν προφταίνουν Να το 'ρωτήσουν τι του φταίν' κ' άγρια τα ξεσχίζει. Βογγούν, φωνάζουν, σκούζουνε και μεριασμένα μένουν Κ' εκείνο φεύγει και πετά και σχίζει, πάντα σχίζει, 'Σάν νάθελε σε μια στιγμή εκεί που πάει να φθάση. Μέσα του το γραμματικό καθάρια το Θανάση Βλέπω του καπετάν Μακρή.

Έλα, ω θάνατε, λοιπόν! το θέλει η Ιουλιέτα. Ψυχή μου, έλαλέγε μου. Δεν είν' ακόμη 'μέρα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! είναι 'μέρα! μην αργής· φύγ' απ' εδώ αμέσως. Κορυδαλός είναι αυτός οπού βραχνά φωνάζει και μ' άγριον κελάδημα ξεσχίζει τον αέρα! Το λάλημά του διατί αρμονικόν το λέγουν; Αφού μας φέρνει χωρισμόν, αρμονικόν δεν είναι.

Αλλ' ως ήτο γενναία πάλιν εγείρεται, πλην συλληφθείσα υπό της αυθάδους βάτου ξεσχίζει ολίγον το φουστάνι της, διά το οποίον αργότερα, παρελθόντος του φόβου, εφώναζε και εβλασφήμει ασκόπως. Αι δύο αδελφαί κατακίτρινοι εκ του τρόμου, είχον αποσυρθή μακράν εις το άκρον κάτω, χωρίς και αυταί να το αισθανθώσι καν.

Δικαίωμα κανείς δεν έχει να μ' εγγίξη, κι' ας έκοψα και νόμισμα! Διότι εγώ είμαι ο βασιλεύς! ΕΔΓΑΡ Ω θέαμα, που την καρδιάν ξεσχίζει! ΛΗΡ Ως προς τούτο η φύσις υπερβαίνει την τέχνην. — Πάρε συ αυτά τα χρήματα. Είναι ο αρραβώνας σου. Αυτός εδώ κρατεί το τόξον του 'σάν σκιάχτρο . Τέντωσέ το μίαν οργυιάν σωστήν... Κύττταξε εκεί. Ένας ποντικός! Σιγά, σιγά!

Λύσσα και χολή μας πολεμά. Το νερό ανήμερο δέρνει τη στεριά, την τρώγει, την ξεσχίζει, την πετσοκόβει άπονα, όσο να κάμη τα πάντα θάλασσα και ν' απλωθή αχόρταγος ρούφουλας στον παράνομον κόσμο. Μα γύρισε κατά την Ηράκλεια, στον υγρόν κάμπον ανάμεσα. Καιρός διαμάντι· ήλιος κατάργυρος· νερό τρισάγιο. Το μάτι του θεού εκεί έπεσε. Έχεις αρρώστια; πήγαινε να γιατρευτής.

Ώστε κ’ αυτή να αισθανθή τι σπαραγμός και πόνος είναι τ' αχάριστον παιδί· πώς την καρδιάν ξεσχίζει από το δόντι του φιδιού πλέον σκληρά... Να φύγω! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Μα τους θεούς που προσκυνώ, τι έπαθε; Ειπέ μου! ΓΟΝΕΡ. Εις μάτην βασανίζεσαι την αφορμήν να μάθης. Ας ξεθυμάνη ως εκεί 'που ημπορεί να 'πάγη το ξαναμώραμά του. Πώς! Διά μιας πενήντα από τους ακολούθους μου, — εις δύο εβδομάδας;

Πίσω του ο Καρακαχπές αναμαλλιάρης κ' εκείνος ρίχνεται στα βήματά του: φεύγα! του λέγει με το αλύχτημα ξεσχίζει του την βράκα με τα δόντια του. Εχθρός έγινε τόρα ο υποταχτικός και ο σύντροφος! Και βλέποντάς τον έτσι ο καπετάν Λαχτάρας παίρνει το αλύχτημα για φωνή του βλάμη του, γνωρίζει στη λάμψι των ματιών την αγριόθυμη φλόγα του Τρακάδα. Και φεύγει ακόμη με γόνατα παραλυμένα· με κομμένη φωνή.