United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διές εδωπέρα στο σπιτάκι που νοίκιασα κοντά κοντά στο Παρίσι, διές τι ήσυχος που είμαι. Το παραθύρι μου είναι ανοιχτό και κοιτάζω πού και πού το περιβόλι, γιατί έχω και περιβόλι. Ταγέρι το χαδεφτικό που φυσά μέσα στα λουλούδια και που παίζει μαζί με τα φύλλα, είναι η μόνη μου χαρά. Τι γλυκειά που είναι η μυρωδιά του! Εδώ που κάθουμαι είναι ίσκιος και μια ολόδροση ζέστη γέμισε την κάμερή μου.

Με πονοκέφαλο, με θέρμη, με βήχα και με συνάχι, κατεβαίνεις από τ' Απεράθου στους Βόθρους· όχι! δεν κατεβαίνεις· κατρακυλάς· το μουλάρι λέει να πατήση και φοβάται· φυσά βοριάς, παλληκάρι, και σου σπάνει τη μούρη· από την άκρη του βουνού, μπροστά σου, απάνω από τα βράχια και τους γκρεμνούς, σαν άσπρες φοράδες, μπρούμυτα κάτι σύννεφα πετιούνται και θαρρείς πως θα σε πλακώσουν. Ας είναι!

Μη φεύγης, πατέρα, δεν ακούεις ο άνεμος πώς φυσά! — Και ημπορώ να μη φύγω, παιδί μου; Αν δεν ψαρέψω, πώς να φέρω το βράδυ χρήματατο σπίτι! Και με όλην την κακοκαιρίαν έλυσε την βάρκαν του ο κυρ Σταμάτης ο πατέρας της μικράς Φωτεινής, και έφυγεν εις την ανοικτήν θάλασσαν.

Δεν λέγει λέξιν, αλλά καταπίπτει επί μιας καθέδρας, και ασθμαίνει κοπιωδώς, ως φύσα σιδηρουργείου. — Τι είνε; φωνεί αναπηδώσα από της έδρας της η σύζυγός του, Τι τρέχει; τι έπαθες; Ο Περδίκης προσπαθεί να ομιλήση, αλλ' η φωνή του εκπνέει εις τον λάρυγγά του. — Δος μου εδώ ένα ποτήρι νερό, Ασπασία! κραυγάζει η Κ. Πηνελόπη, Γρήγορα. Έλα! Και ποτίζει τρυφερώς τον συμβίον της.

Λαλώ περί ονείρων και είναι κούφιου κεφαλιού τα όνειρα παιδάκια, γεννήματα του τίποτε, ήγουν της φαντασίας· κ’ η φαντασία είναι τι, λεπτόν 'σαν τον αέρα, και άστατον 'σαν την πνοήν τ' ανέμου, οπού πότετην παγωμένην του Βορηά γλυκαίνεται αγκάλην, και αν θυμώση έξαφνα, φυσά και την αφίνει και στρέφεται προς την Νοτιάν την δροσοσκεπασμένην.

Και είχε το ύφος του διστάζοντος ενώ εξέφραζε την ευχήν της αυτήν. Αλλά ταυτοχρόνως ηκούσθη ηδυπαθής συριγμός, ανερχόμενος εις τον γαλανόν αιθέρα. Ήτο απαλός, δροσερός δύναται κανείς να είπη, όπως το ψιθύρισμα μιας λεύκης, όταν σιγαλά σιγαλά φυσά εις τα φύλλα της το πρώτον αεράκι της αυγής.

Σωκράτης Πώς όχι; Φαίδρος Εκεί και σκιά είναι και φυσά ολίγον, και χλόη υπάρχει να καθίσωμεν ή να γύρωμεν εάν θέλωμεν. Σωκράτης Μπορείς να προχωρήσης. Φαίδρος Ειπέ μου, Σωκράτη, δεν λέγουν ότι από αυτό εδώ κάπου το μέρος ο Βορέας απήγαγε την Ωρείθυιαν; Σωκράτης Ναι, το λέγουν.

Εσένα μη σε μέλη για τους δασκαλισμούς· πήγαινε ίσια το δρόμο σου. Άμα είναι ησυχία κι αγεράκι δε φυσά, θώρειε τη θάλασσα πέρα πέρα που γιαλίζει σα γιάλινος απέραντος κάμπος. Κοίταξε και τους βράχους που γκρεμνούνε και παν κάτου ως το γιαλό, ολόλαμποι βράχοι που στράφτουνε σαν τασήμι. Ανέβα ακόμη πιο αψηλά· άξαφνα στρίβει ο δρόμος και λες πως μπαίνει μέσα στα βουνά, στη ρεματιά μέσα.

Η Πηγή εστράφη πάλιν προς την εστίαν και εξηκολούθησε να φυσά διά νανάψη το πυρ. Ο δε Στρατής, εξακολουθών να πλύνη το τουφέκι, έλεγε προς τον Μανώλην ότι είχεν ανακαλύψη τα ίχνη ενός λαγού και θα μετέβαινεν το βράδυ να τον παραφυλάξη εις το φως της σελήνης.

Σφοδρότατος Εύρος είχεν αρχίσει να φυσά από της δείλης, συρίζων λυσσωδώς εις θαλάσσας και ηπείρους, συσφίγγων και περιελίσσων εγγύθεν τα κύματα, εμβάλλων δίνας και στροβιλισμούς εις το πέλαγος, πεδίον άπτερον ασπόνδου πολέμου, όπου δυσδιακρίτον ήτο το τε ορμητήριον και η κατεύθυνσις του εχθρού.