United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όθεν και εγώ, εάν δεν ηδυνάμην να ομιλήσω, όμως με τα κινήματα έδειχνα την ευγνωμοσύνην μου προς τον ευεργέτην μου· και αφού εμβήκα μέσα εκείνο το πλοίον έλαβε τοιούτον επιτήδειον και ευτυχή άνεμον ώστε εις πενήντα ημέρας εφθάσαμεν εις ένα λιμένα μιας μεγαλοπρεπούς και ωραιοτάτης πόλεως, βασιλικής καθέδρας ενός κραταιοτάτου βασιλέως που ήτο το πλουσιώτατον εμπόριον όλου του βασιλείου.

Και η Ελένη παρατηρήσασα ότι εσχηματίσθησαν όλα τα μαύρα σκωληκάρια, ενέθηκεν εκεί τρυφερόν φύλλον, εκόλλησαν όλα επ' αυτού, κινούμενα υπό της λαιμάργου ορμής προς το φαγητόν και ούτως η κόρη έθεσεν αυτά εις μεγαλείτερον ταψίον, όπερ ετοποθέτησεν επί καθέδρας, τους τέσσαρας πόδας της οποίας εστήριξεν εντός στάκτης, ίνα μη δύνανται οι μύρμηκες ν' αναβώσι και πνίξωσι τους μικρούς σκώληκας τους οποίους δεινώς καταδιώκουσι.

Άφησέ με, σε παρακαλώ, και με φθάνει . . . Άλλο δεν λέγει. Δεν παρέρχονται δυο λεπτά, και καίει έτι το απαίσιον άγγελμα, ότε εισέρχεται βραδυπατών άλλος κακών άγγελος και κάθηται σιωπηρός επί μιας καθέδρας. — Πού ήσουν, Μελήκ, ερωτά ο υποψήφιος, και η φωνή του μόλις ακούεται. — Εις το τρίτον. — Αι; φωνούσι συγχρόνως ανορθούμεναι πάσαι των γραμματέων αι κεφαλαί.

Τρο-με-ρός! απαντά ο Τηλέμαχος εις την δευτέραν, καταπίπτων επί μιας καθέδρας, απομάσσων τον ευγενή του μετώπου του ιδρώτα δι' ευώδους μικρού μανδηλίου και ανάπτων έν σιγάρον υπό την ρίνα σχεδόν της μητρός του. — Εξαίρετα! απολαμβάνει η κόρη συμπληρούσα την απάντησιν εις τας ερωτήσεις της μητρός αυτής. Και επιλαμβάνεται η αβρά δεσποινίς να αφηγηθή εις την Κ. Περδίκη την υπόθεσιν της Μascotte.

Εκεί έχει σωρεύσει προ της θύρας του όλας αυτού τας κοφίνους ο οπωροπώλης, και ο παντοπώλης όλα του τα σαρδελλοβάρελα. Εκεί έχει παρατάξει ο καφεπώλης τα σιδηρά του τραπεζάκια και τας χωλάς του καθέδρας. Εκεί πολλάκις το θέρος αναπτύσσονται εν υπαίθρω ολόκληρα εστιατόρια.

Δεν λέγει λέξιν, αλλά καταπίπτει επί μιας καθέδρας, και ασθμαίνει κοπιωδώς, ως φύσα σιδηρουργείου. — Τι είνε; φωνεί αναπηδώσα από της έδρας της η σύζυγός του, Τι τρέχει; τι έπαθες; Ο Περδίκης προσπαθεί να ομιλήση, αλλ' η φωνή του εκπνέει εις τον λάρυγγά του. — Δος μου εδώ ένα ποτήρι νερό, Ασπασία! κραυγάζει η Κ. Πηνελόπη, Γρήγορα. Έλα! Και ποτίζει τρυφερώς τον συμβίον της.

Ο φόβος μη καή αυτός, ο τρόμος μη πυρποληθή το πλοίον κατέβαλον αίφνης την έξαψίν του, κ' ενώ μετ' αγώνος υπερανθρώπου προσεπάθει να περιστείλη τας φλόγας, κλείων από το επάνω μέρος την θερμάστραν, αισχυνόμενος και να φωνάξη, κατέπεσεν επί της εγγύς καθέδρας του, εν ατονία βλέπων τας τελευταίας αναλαμπάς της φλογός.

Θα δυσκολευθώμεν ίσως μόνον να εύρωμεν θέσιν, αλλά θα το κατορθώσωμεν επί τέλους, προσέχοντες, εννοείται, μη ανατρέψωμεν κανέν τραπέζιον και τον επ' αυτού λαμπτήρα, και διολισθαίνοντες διά μέσου σκαμνίων και γονάτων μέχρι της κενής εκείνης καθέδρας.

Εισέρχεται χωρίς να σημάνη, διότι κρατεί πάντοτε το κλειδίον του, και ευρίσκει την κυρίαν Πηνελόπην κοιμωμένην επί της καθέδρας της, και αναπαύουσαν την κεφαλήν αυτής επί του βραχίονός της, εν μέσω σωρείας παιγνιοχάρτων. Ο Ιωάννης διήγαγε σχεδόν άυπνον νύκτα και εξήλθε λίαν πρωί της οικίας του. Εν τω γραφείω του ήτο διαρκώς αφηρημένος.