United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα είπαν άλλοι! τα είπαν άλλοι! φωνεί οργίλη προς τον υπηρέτην η κυρία Πηνελόπη. Διώξε τους! — Άφησέ τους, ψυχή μου! παρατηρεί μεγαθύμως ο Γιάγκος πτωχοί άνθρωποι είνε. Νά! προσθέτει αμέσως στρεφόμενος προς τον υπηρέτην, δος τους τρία φράγκα, και πες τους, τους ευχαριστούμεν.

Προσεπάθησεν επανειλημμένως να πείση εις τούτο τον σύζυγόν της, αφ' ότου μάλιστα ήρχισαν τιμώμενα και υπερτιμώμενα τα ανακαλυφθέντα εκείνα γήπεδα. Αλλ' ο Μερδίκης είνε πρακτικός άνθρωπος. — Τα χρήματα, απήντα πάντοτε, που ξοδεύονταιτο ταξίδι, δεν φέρνουν τόκο. Και η Πηνελόπη παρητείτο άκουσα των σχεδίων της και κατέπνιγε προς ώραν τους πόθους αυτής.

Οι δε απλοί άνθρωποι, βλέποντες αυτά, περιφρονούν την φιλοσοφίαν, νομίζουν ότι όλοι οι φιλόσοφοι είνε τοιούτοι και κατηγορούν εμέ διά τα μαθήματα τα οποία δίδω. Ούτω δε προ πολλού μου είνε αδύνατον και ένα μόνον εξ αυτών να προσελκύσω, αλλά ματαιοπονώ όπως η Πηνελόπη• και ό,τι υφαίνω μετ' ολίγον διαλύεται.

Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος, και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη• 575 «Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης; ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε μέσατο δώμα• είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης».

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 360 «Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου, ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα. καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία να μάθω αντην πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. 365 αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν, και να σβυσθή δεν θέλησανταις φάλαγγαις των Τρώων, ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις. τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου, και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. 370 και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένωτην χοιρομάνδραν έρημος• ουδέ ποτέτην πόλι πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία• οι άλλοιτον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, 375 και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργείτα ξένα, και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν• αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώραάνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει, και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, 380 και αδελφικά τον δέχθηκα• κ' έλεγε ότι τον είδετου Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη τα συντριμμένα πλοία του• κ' έλεγε οπού το θέρος θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος, με τους λαμπρούς συντρόφους του• και συ, θλιμμένε γέρε, 385 η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης να μου κερδίσης την καρδιά• και όχι για τούτο θα 'χης το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με».

Αυτά 'πε, και τον άκουσε μακρόθε η Πηνελόπη η φρόνιμη, και ωνείδισε την δούλα και της είπε· 90 «Σε βλέπω, σκύλ' αδιάντροπη, ν' αυθαδιάζης πράξι, 'που θα σφογγίσης έπειτα συ με την κεφαλή σου· ότι καλώς το γνώριζες, είχες ακούσει ότ' είπα πωςτα ιδικά μου μέγαρα τον ξένον να εξετάσω έμελλα ως προς τον άνδρα μου, ενώ με φθείρ' η λύπη». 95

Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη να φανερώσ' ότι έφθασετο σπίτι ο ποθητός της. και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση, διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, 480 και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε· «Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; καιτούτο το βυζί σου συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει, τον χρόνον έφθασα εικοστόντην γη την πατρική μου. αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, 485 σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη. και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη· αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα 'πουτα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». 490

Διενοήθη επί στιγμήν ο Ιωάννης να ερωτήση τον αριθμόν του γραμματίου, όπερ είχε παραχωρήση εις την μαγείρισσάν του. Αλλ' ο διαλογισμός του αυτός υπήρξε στιγμιαίος και στιγμιαίως εξηφανίσθη. Μόλις διανοηθείς αυτόν, ανελογίσθη συνάμα, ότι καλλίτερον ήτο να μη τον εκστομίση, και εσίγησε περίφροντις. — Τι συλλογίζεσαι; ερωτά η Κ. Πηνελόπη. Κάτι σκεπτικός έγεινες;

Τα χέρια και τα πόδια κατόπιν αφού νιφθήκαν, 'ς τον Οδυσσέα γύρισαν και όλ' ήσαν τελειωμένα. τότ' είπ' εκείνος της καλής βυζάστρας Ευρυκλείας· 480 «Θειάφην, ιάμα των κακών, και πυρ φέρε μου, γραία, το δώμα να θειαφίσω εγώ· και συ την Πηνελόπη κάλεσε, και η θεράπαιναις να την ακολουθήσουν· και όλαις ταις δούλαις του σπιτιού κίνησ' εδώ να φθάσουν».

Αυτά, είπεν, είνε ανώτερα από εμέ, μάλλον δε υπέρ την ανθρωπίνην φύσιν. Εγώ όχι μόνον με τας μεγαλειτέρας θεάς δεν θα ήθελα να συγκρίνωμαι αλλ' ουδέ με τας ηρωίδας, όπως η Πηνελόπη, η Αρήτη και η Θεανώ.