United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πριν πιάσουν οι ζέστες, και έπειτα το φθινόπωρο είναι ωραία στη σκιά εκεί πάνω! Και τη νύχτα; Το φεγγάρι μας κρατά συντροφιά σαν νύφη και τα καρπούζια εδώ κάτω στο περιβόλι μοιάζουν τότε σαν κρυστάλλινες φούσκες.» «Ναι, καμιά φορά θα έρθω», υποσχέθηκε ο Τζατσίντο κατεβαίνοντας με σβελτάδα από το ποδήλατο σαν πουλί.

Έτσι έγινε και μ’ εμένα, οι συγγενείς μου, αφού είδαν ότι δεν έχω το φως μου, μ’ έγδυσαν όπως ο άνεμος γδύνει ένα δέντρο το φθινόπωρο.» Ο κόσμος έφυγε γρήγορα και οι δυο άντρες έμειναν πάλι μόνοι μέσα στη θλίψη του έρημου τόπου.

Και όταν πάλι το φθινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν την επιστροφή τους, εγώ με πικρή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι εγύριζαν παράλυτοι, κουρέλια πλέον άχρηστα της ζωής και πόσοι απόμειναν στο Ασπρονήσι των αράπηδων βρώσι και μπαίγνιο. Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω κ' εγώ.

Όσο μπορούσε ν’ αντέξει έμενε εκεί πάνω, κολλημένος στη γη που του είχε ρουφήξει όλη την ικμάδα και όλα του τα δάκρια. Το φθινόπωρο προχωρούσε με τις γλυκές μέρες του Οκτώβρη, με τα πρώτα κρύα του Νοέμβρη.

Το αληθινό αυτό της κοιλιάς πανηγύρι, το θρίαμβο αυτό των θεοκοίληδων το έχουνε οι χωριανοί όλο το φθινόπωρο, πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο έως το τέλος. Κακοστομαχιά δε ξέρουν τι θα πη οι σιδερένοι άνθρωποι αυτοί και στο τέλος του γλεντιού, σαν να είνε στην αρχή του. Ο γέρω Μαρούπας εφρόντισε· να γλεντίσουν καλά οι φίλοι του.

Έμαθα να σκαλίζω τις κιτριές, να κλαδεύω το αμπέλι, να οργώνω το χωράφι. Να κόβω το φθινόπωρο τα κίτρα, να τρυγώ τον Αύγουστο τα σταφύλια, να θερίζω τον θεριστή τα στάχια. Είχα πενήντα τάληρα τον χρόνο από το κίτρο, είκοσι από το κρασί, από το σιτάρι σαράντα· χωριστά ο σπόρος και η φάκνα του σπιτιού. Πρώτη φορά που είδα ζωντανή στα χέρια μου την αμοιβή.

Όχι, δεν ονειρευόταν, όλα ήταν αληθινά: η αυλή ήταν γεμάτη ήλιο και σκιά, κάποιες σχίζες έπεφταν από το μπαλκόνι όπως πέφτουν οι πευκοβελόνες το φθινόπωρο και πέρα από τον τοίχο φαινόταν το Βουνό άσπρο σαν ζάχαρη και όλα ήταν γλυκά και τρυφερά όπως το πρωί, όταν είχε βγει από το σπίτι του ντον Πρέντου.

Και επί οχτώ μέρες ζούσαν και οι τρεις με την αγωνιώδη ελπίδα να γυρίσει ο Τζατσίντο και να επανορθώσει κι έπειτα να φύγει χωρίς να ξαναδώσει σημεία ζωής! Κεφάλαιο ενδέκατο Μια μέρα το φθινόπωρο ο Έφις πήγε στο σπίτι του ντον Πρέντου.

Μα μ' όλη μου την ασχημιά πρόβατα χίλια βόσκω, κι αρμέγοντάς τα πίνω εγώ το πιο καλό τους γάλα· και δε μου λείπει το τυρί μηδέ το καλοκαίρι μηδέ και το φθινόπωρο μηδέ και το χειμώνα κ' είνε τα τυροβόλια μου ολοχρονίς γεμάτα. Και τη φλογέρα παίζω εγώ καλλίτερ' απ' τους άλλους τους Κυκλομμάτες που είν' εδώ· και παίζω τη φλογέρα για σένανε, γλυκόμηλο, και για παρηγοριά μου τη νύχτα τα μεσάνυχτα.

'Σ' τ' άλλο δυο βράχ' υψόνονται• τον ουρανόν εγγίζει ο ένας μ' άκρη σουβλερή, και συννεφιά τον ζώνει μαύρη και μένει ατάραχη, και εις την κορφήν εκείνη, 75 καλόκαιρο ή φθινόπωρο, ποτέ δεν ξαστερόνει. κει δεν θα εμπόρει ν' αναιβή θνητός ή να πατήση ποτέ κανένας, κ' είκοσι χέρια και πόδια αν είχε• ότ' είναι η πέτρα γλυστερή, 'σαν σκαλισμένος λίθος. σκοτεινόν άντρο ανοίγεται του βράχου μες την ζώνη 80 προς δύσιν, εις το έρεβος γυρμέν', όπου το πλοίο και σεις, θαρρώ, θα στρέψετε, λαμπρότατε Οδυσσέα. ουδέ γενναίος τοξευτής θα εμπόρει απ' το καράβι να φθάση με το βέλος του του άντρου βαθυού το στόμα.