Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Κ' η θεόλαμπρη ομορφιά της, καθώς τα μουρμούριζε αυτά μονάχη της ανεβαίνοντας στου Χουσεήνη το χτήμα, είταν αλλαγμένη καθώς αλλάζει ο ουρανός με τη συννεφιά. Έρχουνται ώρες που παίρνει τέτοια όψη η γυναίκα, που την ανιστορείς καθώς θα φαίνεται σα γεράση, ζαρωμένη, με δίχως δόντι και δίχως χάρη. Τέτοια θάρρειες και φαίνουνταν η Ασήμω εκείνη την ώρα.

Έτσι έκανε πάντα, κι' ο παπάς, που ήξερε αυτή την αδυναμία της, της έδινε αντίδωρο πρώτα απ' όλους, κι' αυτή, παίρνοντας τ' αντίδωρο, βγήκε τρεχάτη από την εκκλησιά, κρατώντας στο χέρι το αδειανό το ροΐ, και τράβησε ίσια γιό το σπιτοκάλυβό της. Και το ότι δεν είχε φέξει καλά, όταν γύριζε, κι' η συννεφιά η βαρειά, που κρέμονταν στον αιθέρα, έκαναν τον ουρανό μαύρον και φόβιον.

Θυμάσαι ; Το λεωφορείο μας πήγαινε κλονίζοντάς μας βαρειά με τους μεγάλους του βαλλισμούς. Ήταν συννεφιά, το πλήθος έτρεχε χωρίς να σταματήση πουθενά, καταδικασμένο σε κίνησιν αιώνια, σε ωμμορφιά και σε καταστροφή, όπως η θάλασσα. Κι' άξαφνα στο δρόμο πέρασαν τα κορίτσια των δώδεκα χρονών πηγαίνοντας ν' ανθίσουν μέσα στο λίθινο δάσος μιας γοτθικής εκκλησίας. Θα κοινωνούσαν. Ήταν ολάσπρα.

Πυκνή συννεφιά σκέπαζε τον ουρανό, τόσο που το ηλιοβασίλεμα δεν έδειχνε κανένα χρωματισμό.

Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας έλυονε, και τα δάκρυατα μάγουλα του ερρέαν. και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει, 'πώπεσ' εμπρόςτα τείχη του και εις τους λαούς να σώση την πόλι και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα, 525 και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνάτο ψυχομάχημά του, αυτή ριμμένη επάνω του θρηνολογεί, κ' εκείνοι την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι, την σέρνουν εις τα βάσανα, 'ς τα πάθη της δουλείας, και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει• 530 όμοια τότ' έρρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα. και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα• μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που καθόνταν σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• και εις τους ναυτικούς Φαίακαις ευθύς εκείνος είπε• 535 «Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα, ότι μ' αυτά, 'που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους•το δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος, απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος• 540 πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει. άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρή και ο ξένος μ' εμάς, 'που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξι. όλα γι' αγάπην έγειναν του σεβασμίου ξένου, προβάδισμα, χαρίσματα, 'που τον φιλοδωρούμε. ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης 545 του ανδρός, όπ' έχειτην καρδιάν αίσθησι καν ολίγη. όθεν και συ μην προσπαθής με τέχνη να μας κρύψης ό,τι ερωτώ σε• είναι καλό να μας το φανερώσης. τ' όνομα ειπέ, 'που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου, 550 κ' οι άλλοι εκείτην πόλι σου, και οι γείτονες τριγύρω. ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων, 'ς τον κόσμον άμα γεννηθή, μικρός είν' είτε μέγας, αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους. και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλι, 555 όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησί τους σε φέρουν• ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήταις, ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία• αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων. ταις χώραις, τους παχείς αγρούς της οικουμένης όλης 560 γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα γοργότατα, 'ς την καταχνιά, 'ς την συννεφιά κρυμμένα, ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται. μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, 'πώλεγεν ο πατέρας Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 565 'πουτην πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους• ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων, ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, 'ς το μαύρο κύμα, θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος θα κλείση μέγα• τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήση, 570 ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου. αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρης τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες, ταις χώραις ταις καλόκτισταις κ' εκείνων τους κατοίκους, και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι, 575 και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη. και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων των Δαναών το πάθημα ακούσης και του Ιλίου. κείνο το έκαμαν οι θεοί, κ' έκλωσαν των ανθρώπων όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κ' οι απόγονοι τραγούδι. 580 μη συγγενής σου έπεσετα τείχη εμπρός του Ιλίου, άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι, κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας. ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος, έπεσε; ότιτην γνώμη μου κατώτερος δεν είναι 585 απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώσι προικισμένος».

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν