United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σαν καγούνε, και ξεβρωμήση ο κόσμος, τότες πέφτει oυράνια βροχή από πάνω, και σβύνει η φωτιά, και φυτρώνει χορτάρι, και πρασινίζει ο κόσμος, και γίνεται χαρά Θεού, κ' έρχουνται οι γραμματισμένοι και γράφουν ιστορίες, τι λογής πήγε μια φορά ένας Μεγάλος Τύραννος να σβύση μια μεγάλη φωτιά, και τσουρουφλίστηκαν τα φτερά του, κ' έπεσε μέσα, και χάθηκε από τον κόσμο μια για πάντα, και κείνος, κ' οι παρατυράννοι, και τα μικρά τυραννόπουλα».

Δε το είχα συλλογιστή αυτό... Μου φαίνεται πάντα πως είμαι ακόμα στις καλόγριες, που όλη μέρα άλλο τίποτε δεν έκανα από παιχνίδι. Εκεί, γιαγιά μου, είχα ξεχάσει πια ολότελα το σπίτι μας. Δε συλλογιζόμουνα τίποτα, τίποτα. Τώρα έρχουνται ώρες που ξεχάνω πως έχουμε πένθος, που λησμονώ ολότελα πώς είχα μια τόσο καλή μητερούλα, καθώς μου λέτε, που την έχασα. ΓΙΑΓΙΑ Α! αυτό είναι κακό.

Μπορούσα να σας αναφέρω πολλά τέτοια τέρατα και σύναξα κάμποσους ανώμαλους τύπους σαν το ζουμός και μάλιστα πολύ πιο περίεργους, ητοίμασε αντίς ετοίμασον, την αμάξη και χίλια άλλα. Όλοι αφτοί οι τύποι έχουν την ίδια αρχή· έρχουνται από την καθαρέβουσα. Αν αφίναμε το λαό να μιλήση τη γλώσσα του, δε θα τους ακούγαμε ποτές.

Τότες του λέει ο Αχιλιάς γλυκόλαλα του γέρου «Να, γέρο μου, όξω πλάγιασε, μην τύχει και προβάλει 650 κανείς εδώ άξαφνα αρχηγός, γιατί έρχουνται πολλοί τους κι' αντάμα εδώ σαν αδερφοί κάθε δουλιά μιλάμε.

Όλα, φίλε μου, σαν όνειρο μου φαίνουνται, όλα σαν παραμύθι. Ή τώρα να χαλάση ο ουρανός και να καταστραφούν οι κάμποι, ή χρόνια ακόμη να βαστάξουν, το ίδιο δεν είναι; Πάντα μια μέρα θα χαθούν. Και δεν αξίζει να κοπιάζης. Το χέρι να κουνήσω, ένα βήμα να κάμω, να πάρω χαρτί και να γράψω, όλα μου έρχουνται σαν παραμύθι.

Όταν όμως μένανε μόνοι η μαμά κι ο μπαμπάς, έλεγε ο τελευταίος συχνά: — Είναι γερός και χαρούμενος όσο δεν είτανε ποτέ. Γιατί μιλεί πάντα για το θάνατο; Και κείνη απαντούσε: — Δεν του μιλώ εγώ γι' αυτόν. Οι στοχασμοί του έρχουνται και φεύγουν όπως θέλουν. — Βλέπεις; Έδειξε κάτω στο ακρογιάλι. Εκεί καθότανε ο Σβεν μόνος και φαινότανε υπερβολικά ευτυχισμένος και χαρούμενος.

Φαντάστηκαν πως ο άθρωπος όλος μαζί δεν είναι ένας, πως μπορείς να κουνήσης το χέρι, δίχως ο νους πρώτα πρώτα να κάμη το κίνημα του χεριού. Φαντάστηκαν πως ο ποιητής μπορεί να προσέξη στην ποίηση, να προσέξη στην ιδέα, να προσέξη στην τέχνη, να προσέξη και στη φιλοσοφία την ίδια, αν πρώτα δεν προσέξη στη γλώσσα! Κι αφτοί έρχουνται και μας μιλούνε για μια Γερμανία που μήτε την έννοιωσαν ακόμα.

Κάμε το σταυρό σου, και πέτα το στον γκρεμνό! Γλήγορα, γιατί πλάκωσαν! Να, γύρισε να τους δης εκεί κάτω. Σφίξε τα δόντια σου, και στον γκρεμνό. Πέτα το, σου λέω, πέτα το, στον γκρεμνό, στον γκρεμνό, γλήγορα κ' έρχουνται, να τους! Αυτή, που ως τώρα μισογόγγυζε καθώς έτρεχε, άξαφνα βγάζει μια φωνή που αντιλάλησε το βουνό. Δε βάσταξε πολύ η φωνή. Γυρίζω να δω, κι άλλο δε βλέπω παρά τον γκρεμνό!

Λοιπόν τι κάμνουν; Αφορμή από κάποια φιλονεικία μεταξύ του Επισκόπου της Άγκυρας κ' ενός Αρειανού, λαβαίνουν άδεια και κάνουν Επίσημη Σύνοδο στην Πρωτεύουσα, να κανονίσουν τάχα το ζήτημα. Καταδικάζουνε σ' αυτή τη Σύνοδο τον Επίσκοπο της Άγκυρας σαν ορθόδοξος που είτανε, έπειτα έρχουνται στο καθαυτό το ζήτημα.

Δεν έχω τώρα καιρό να χάνω για την Αννούλα. Δεν ακούς; Έρχονται αυτοί οι τιποτένιοι εδώ. . . Τι θέλουν όμως από μένα; τι θέλουν; Ποιοί έρχουνται εδώ; ΦΙΝΤΗΣ Οι εργάτες, όλοι οι εργάτες του εργοστάσιου. Δεν έμαθες; Έγινε έκρηξη των καζανιών, και τινάχτηκε στον αέρα το μηχανοστάσιο, και σκοτώθηκαν καμιά δεκαριά απ' αυτούς.