United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μικρός Νάρκισσος εθηλάσθη μετά σεβασμού, καθό μέλλων ιερεύς, παιγνίδια του ήσαν κομβολόγια και σταυροί, ότε δε ήρχισε να ομιλή, πρώτας λέξεις, μετά τα παγκόσμια παπά και μαμά , εδιδάχθη να ψελλίζη το Κύριε Ελέησον . Μόλις ηδύνατο να περιπατή στερεώς, ότε έλαβε το προνόμιον του να κρατή την λαμπάδα ενώπιον του θείου του ιερουργούντος.

Γιατί προτήτερα έπαιζε μόνο με τα μεγαλήτερα αδέρφια. Τώρα ο σύντροφος είτανε μερικούς μήνες μικρότερος από το Σβεν κι είτανε κιόλας κοριτσάκι. Όλα αυτά είτανε κατιτί πολύ νέο και χαριτωμένο και την εποχή αυτή ο Σβεν είχε να μιλή πολλά με τη μαμά. Η μικρή Μάρθα είχε ρθει στην εξοχή με τους γονείς της και στην αρχή κι αυτή κι ο Σβεν κοιταζόντανε μεταξύ τους από μακριά.

Σου ομολογώ ευχαρίστως, διότι ηξεύρω τι θα μου αντέλεγες προς ταύτα: ότι εκείνοι είναι ευτυχέστατοι που σαν τα παιδιά ζουν αλύγιστοι, περιφέρουν τας κούκλας των, τας εκδύουν και ενδύουν, και μετά πολλού σεβασμού τριγυρίζουν το συρτάρι, όπου η μαμά έχει κλεισμένα παξιμάδια, και όταν τέλος αρπάξουν εκείνο που θέλουν, το τρώγουν με λαιμαργίαν και φωνάζουν: και άλλο. Αυτά είναι ευτυχή πλάσματα.

Μαμά, πες της να πάη από κει πούρθε, υπέβαλεν η Δημητρούλα εις την μητέρα της· εμείς τον έχουμε για διώξιμο αύριο, και θα μας κουβαλά εδώ της ξαδέρφες του!... Η γραία ήτον συλλογισμένη.

Μα πως ήρθες εδώ, Σβεν; είπε η μαμά μέσα σ' όλη τη χαρά της. Η μαμά είτανε να γυρίση αργά τη νύχτα. — Το ήξερα πως θαρθής, είπε ο Σβεν. Η φωνή του και τα μάτια του είτανε γεμάτα ξάφνισμα, πώς η μαμά δεν μπορούσε να φανταστή ένα πράμα τόσο απλό. — Ήξερα πως θαρθής και γι' αυτό κάθησα εδώ και περίμενα.

Τότε του φάνηκε πως είδε τον μπαμπά και τη μαμά, τον Ούλοφ και το Σβάντε, τις δυο υπηρέτριες κι άλλους ακόμα. Φωνάζανε ο ένας δυνατότερα από τον άλλον, ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί. Ο Σβεν δεν μπόρεσε να δη από πού ήρθανε.

ΚΟΡ. Και αν τύχη να διψά, μαμά; ΚΡΩΒ. Και τότε ακόμα. Έχει δε και τα λόγια της μετρημένα και δεν κοροϊδεύει κανένα από κείνους που συντρώγουν, αλλά προσέχει εις εκείνον που πληρώνει• κι' έτσι την αγαπούν όλοι. Εις δε το κρεββάτι ούτε λυσσασμένη φαίνεται, ούτε και κρύα, αλλά με κάθε τρόπον και μόνον ένα πράγμα επιδιώκει πώς να μαγεύη τον άνδρα και να τον κάμη να την αγαπήση.

ΛΟΥΙΖΑ Της έλεγε . . . της έλεγε . . . πως την αγαπάει πολύ . . . πως είνε η πειο ώμορφη του κόσμου . . . ΑΡΓΓΑΝ Κ' ύστερα; ΛΟΥΙΖΑ Ύστερα γονάτισε μπροστά της. ΑΡΓΓΑΝ Κ' ύστερα; ΛΟΥΙΖΑ Ύστερα ήρθε η μαμά στην πόρτα κ' εκείνος έφυγε αμέσως. ΑΡΓΓΑΝ Τίποτ' άλλο; ΛΟΥΙΖΑ Τίποτ' άλλο, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Το πουλάκι όμως κάτι ακόμα ψιθυρίζει.

Είναι τ' αφορεσμένο το πουλί του πόνου, που έκραξε στην πόρτα σου! Κερά μου. Βγάλετο το μαγεμένο το βραχιόλι! Τα τρία κορίτσια, έτοιμες, ντυμένες για τα μαγαζειά. Ο λ γ ί ν α. Ο πατέρας δεν κατέβηκεν ακόμη. Ά! ξέχασα! Έμεινε για να συνοδεύσουν με τη μαμά την κ. Βιλή Έ μ μα. Ο λ γ ί ν α. Λ έ λ α. Έ μ μ α. Εσύ να σιωπάς. Ο λ γ ί ν α. Κάμε τον κατάλογο, τι έχωμεν να πάρωμεν και που να πάμε.

Έπειτα άλλοτε ύφαινα και άλλοτε έγνεθα και με δυσκολία έβγαζα το ψωμί μας. Αλλά είχα εσένα και επερίμενα ότι μίαν ημέραν θα μου φέρης την ευτυχία. ΚΟΡ. Εννοείς την μναν; ΚΡΩΒ. Όχι, αλλ' ήλπιζα ότι άμα μεγαλώσης και εγώ θα ζήσω κοντά σου και συ θ' αποκτήσης πλούτη και στολίδια και υπηρέτριες. ΚΟΡ. Πώς θα γείνη αυτό, μαμά; Τι θέλεις να πης;