Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Όταν όμως άραξε το βαπόρι κ' η μαμά ετοιμαζότανε να βγη, ο μικρός Σβεν έστεκε ορθός στην αποβάθρα με τη μεγαλήτερη ανυπομονησία και τα μάτια του ψάχνανε γύρω σα να κιντύνευε η ζωή του όλη. Κι όταν παρουσιάστηκε η μαμά, είτανε δύσκολο να πη κανείς ποιος είτανε πιο ευτυχισμένος, εκείνος που δεν περίμενε του κάκου εκεί ή η μητέρα που βρήκε το παιδί της να την περιμένη.
Γιατί όταν η μαμά ανακάλυψε πως ο Σβεν μπορούσε να τραγουδά, είτανε φυσικό πως άρχισε να του καλλιεργή το χάρισμα και πως καμάρωνε για τη φωνή του, όπως και για όλα όσα έλεγε κ' έκανε. Του πήρε μικρά βιβλία με τραγούδια και του έμαθε τα λόγια απόξω. Γιατί ο Σβεν μόλις είταν ακόμα πεντέμιση χρονών και δεν ήξερε να διαβάζη.
Είχε μακριά χρυσά μαλλιά και για να θυμούμαστε το κοριτσάκι, που δεν ήρθε, η μαμά τα σγούραινε, ώστε να κρεμούνε σε μακριά δαχτυλίδια γύρω στο μικρό προσωπάκι με το απαλό δέρμα και τα παράξενα αγγελικά μάτια.
Η μαμά δεν ήθελε να πη κακό για το σκύλο, προσπαθούσε μόνο να τον πείση πως ο σκύλος δεν μπορεί ποτέ να είναι το ίδιο μ' έναν άνθρωπο. Του έλεγε όσα μπορούσε να του πη. Ο Σβεν την αγκάλιαζε και της έταζε πως δε θα ξαναφύγη και δε θα ξανακάμη τη μαμά να λυπηθή.
Μ' ακούει με ξαφνισμένα, αστραφτερά μάτια κ' έπειτα από πολύν καιρό — τόσο πολύ που δεν μπορώ πια να θυμηθώ τι είπα — μου διηγιέται πως ο Σβεν κάθησε στο κρεββάτι της, ντυμένος το καινούριο άσπρο του φόρεμα με τη γαλάζια κορδέλα, και της είπε: — Μαμά, δεν πρέπει να κλαις τόσο πολύ για μένα. Με πονεί το κεφάλι όταν κλαις. Ακούω αυτά τα λόγια και τα παίρνω σαν έναν καλό οιωνό.
Πάντοτε έπαιζε και δεν εκάθητο ήσυχος παρά μόνον, όταν της διηγούντο παραμύθια. Από όλα τα παραμύθια, όσα της έλεγεν η μαμμά της, επροτιμούσε όσα έχουν μέσα Νεράιδες. Καμμίαν φοράν, όταν επέστρεφεν από το σχολείον και εύρισκε έτοιμο νέον φόρεμα διά τον περίπατον, ερωτούσε, ποιος μου το έφερε; και η μαμά με γέλοια απεκρίνετο, η καλή Νεράιδα.
Ε λ έ ν η. Σκηνή Ε'. Ελένη και Κώστας. Η μαμά, τα κορίτσια δεν κατέβηκαν ακόμη; Ε λ έ ν η. Ούτε καλή μέρα, δεν μου είπες. Πώς άλλαξες, καϋμένε Κώστα. Άλλοτε, όταν μ' εύρισκες μόνη έκανες σαν τρελλός από χαρά. Και τώρα που έχω μάλιστα και τόσα νέα να σου πω. Κ ώ σ τ α ς. Ενόμιζα ότι τα νέα σου θα τάλεγες τώρα εις άλλον. Και ότι ημείς δεν έχομεν τίποτε να πούμεν.
— Μαμά, κόττες έχει! είπεν η Δημητρούλα. — Α! ήρθες, βλέπω, με της κόττες σου, κυρά. Την ιδίαν στιγμήν εφάνη εις το σκότος και εις την ασθενή ανταύγειαν του νυσταλέου φανού του δρομίσκου η σκιερά μορφή του Βαγγέλη, εισελθόντος από την αυλόπορταν. — Α! καλώς σε ηύρα, εξάδερφε, εφώναξεν η ξένη, πάραυτα αναγνωρίσασα αυτόν.
Και οι καλεσμένοι θα γύρισαν πεζοί και γι' αυτό έγινες σε τέτοιο χάλι. Τι σε μέλλει, μαμά, τώρα. Κα Μ ε μ ί δ ώ φ. Τι με μέλει; Να μην έλθης εις του Καλιλά, που ήταν και η κ. Πετρώφ, για να τρέχης σε πρόστυχους γάμους, ποιός ξέρει πού; Η αρχοντιά μας δεν ήλθεν εις καμμίαν συνάφειαν με τον όχλον!. Τα οικόσημα μένουν απείραχτα. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Άφησε της ειρωνείες, Κώστα, παιδί μου.
Ο μικρός Σβεν δεν έπαιζε πολύ μ' άλλα παιδιά και δεν του άρεσε να μένη πολύ μαζί τους. Γύριζε πάλι στη μαμά, σα να είταν αυτό το φυσικότερο πράμα του κόσμου. Και δεν τον έμελε αν έκοβε το παιγνίδι στη μέση και τάλλα παιδιά θυμώνανε. Μόλις έβλεπε τη μαμά, έτρεχε σ' αυτή, της έπιανε το χέρι και πήγαινε κοντά της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν