Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Είτανε μια αγάπη που περνούσε κάθε όριο και δεν ψυχραινότανε ποτέ, γιατί η μαμά είτανε τόσο ευτυχισμένη μ' αυτή, ώστε να μην της γίνεται ποτέ βάρος ο μικρός. Ο Σβεν κ' η μαμά είχαν τα μικρά τους μυστικά κι όταν της ψιθύριζε κάτι στο αυτί, δεν είχε το δικαίωμα να το ακούση ούτε ο μπαμπάς.
Ο Σβεν τα έχασε κι απάνω στον κίντυνο βρήκε καταφύγιο τα λουλούδια που κρατούσε. Τα έδωσε της μαμάς. Μα δεν είτανε διόλου ανάγκη να το κάμη. Γιατί η μαμά είτανε τόσο τρομαγμένη κ' είτανε τόσο ευτυχισμένη που τον ξανάβλεπε, ώστε τον άρπαξε μόνο στην αγκαλιά της μισοκλαίοντας, μισογελώντας και τον άφησε να τη χαδεύη.
— Γιατί θα θυμώση ο μπαμπάς. Όλα αυτά φαινόντανε της μαμάς τόσο περίεργα, ώστε έταζε του Σβεν ό,τι ήθελε· και του έταζε φυσικά και πως δε θα το πη του μπαμπά. Κι ο Σβεν έβγαινε όξω κ' είταν ήσυχος κ' ευχαριστημένος που η μαμά δεν πρόδινε την παρακοή του και που έβλεπε πως είτανε συνεννοημένος με τη μαμά.
Και για να εγκαρδιώσω όλους μας είπα: — Μου φαίνεται, θα πιστεύης πως εσύ έκαμες καλά τη μαμά. — Αυτό είναι αλήθεια, απάντησε η γυναίκα μου. Κ' είδα πάλι στο πρόσωπό της την έκφραση, που μου είχε φανεί άλλοτε τόσο ξένη, μα και που άρχισα να την εννοώ σιγά σιγά. Έσφιξε σιγαλά το μικρό Σβεν στην αγκαλιά της κι από τα μάτια της στάξανε δυο λαμπερά δάκρυα.
Όταν έπειτα είμαστε στο αμάξι, ξανακυρίεψε τον εαυτό του κι ανέβηκε άλλη μια φορά στη σκάλα και χάδεψε το μάγουλο της μητέρας και της είπε, σα να μιλούσε σε παιδί: — Μη φοβάσαι, μαμά, θα περάση. Ο Σβάντε ήρθε κι αυτός και σηκώσανε στα χέρια και το μικρό το Σβεν, που μιλούσε και φλυαρούσε. Τη στιγμή αυτή η Έλσα δεν ήξερε ποιον αγαπούσε περσότερο απ' όλους.
Κι όταν η μαμά ρώτησε αν περίμενε πολλή ώρα εκεί, απάντησε: — Βέβαια, αλλιώς θα μ' εύρισκε η Άννα. Και τότε θα έπρεπε να πάω να κοιμηθώ. Η μαμά δεν απάντησε τίποτε σ' αυτό. Της είτανε δύσκολο να του πη πως δεν έκαμε καλά. Η αθώα του αγάπη, που είταν αφορμή της ανυπακοής του, τον υπεράσπιζε από κάθε μάλλωμα κι ο Σβεν το γνώριζε αυτό καλά.
Τότε έγινε ξανά χαρούμενος γιατί γνώρισε το δρόμο και γιατί ο σκύλος ρουθούνισε, κούνησε την κομένη ουρά του κ' ήθελε να γυρίση σπίτι. Κι άξαφνα άρχισε να ποθή τη μαμά και τότε θυμήθηκε τα κίτρινα λουλούδια, που κρατούσε στο χέρι. Αργά και προσεχτικά βάδιζε τώρα προς το σπίτι κ' ίσως μόλις τώρα να θυμήθηκε αόριστα πως δεν έπρεπε να φύγη από το σπίτι.
Ω! δυστυχία τί έχει να γίνη! Εζήτησε τη μποτίλιά του. Έ μ μ α. Έσπασε και το ποτήρι. Καλά 'που δεν έσπασε τίποτε άλλο. Λ έ λ α. Κανένα κεφάλι! Δεν θα ήταν βέβαια πρώτη του φορά! Ο λ γ ί ν α. Σιωπάτε! Τα πράγματα ησυχάζουν. Του είπεν η μαμά πώς τη μποτίλια την έσπασε το γατάκι του. Έ μ μ α. Καλά τα κατάφερεν η μητέρα Λ έ λ α. Είναι φοβερόν.
Ο Σβεν κούνησε τΟ κεφάλι κ' έμεινε στη θέση του. — Μα γιατί; — Περιμένω τη μαμά, είπε ο μικρός αδερφός με μεγάλη σταθερότητα. — Μα ξέρεις πως η μαμά θα βγη έξω πολύ αργότερα. Η μαμά δεν είναι τόσο καλά, όπως πριν, και πρέπει να μένη αργά στο κρεββάτι, γιατί δεν κοιμάται τη νύχτα.
Εννοείται πως η μαμά αγαπούσε την αρρεβωνιαστικιά του Σβεν τουλάχιστο όσο κι αυτός κι όταν ερχότανε κ' ήθελε να πάρη το Σβεν κι ο Σβεν δεν ήθελε ναφήση τη Μάρθα, τότε η μαμά έπαιρνε και τους δυο αρρεβωνιασμένους από το χέρι κ' έπαιζε μαζί τους και γινότανε η εμπιστεμένη τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν