United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε σα να έλειπε μακριά κ' έβλεπε κει κάτω όλα όσα είταν ωραία και φαιδρά στη γις και τα νοσταλγούσε κ' αιστανότανε πως δεν είτανε πια γι' αυτόν. Ακκουμπούσε μόνο το κεφάλι του στον ώμο του μπαμπά. Κ' έπειτα τονέ φέρανε πάλι μέσα στο κρεββάτι του. Η μαμά τον ξάπλωσε κει και του έσιαξε τα μαξιλάρια. — Δεν είταν ωραία, Σβεν; — Ω ναι, μόνο πως δεν μπορούσα ακόμα. Μα γλήγορα θα γίνω πάλι καλά.

Αν είχες μέσα και την κουνουπιέρα σου και την καλή μαμά σου δίπλα, να ξαγρυπνά την νύχτα κάθε λίγο στο πλεβρό, να σε αλαφροσκεπάζη, το πιστέβω. ...Ξεπνοϊσμένη, ελαφρή νυχτερινή φρεσκάδα του γιαλού, ανέβαινε απ τα πέλαγα βαθιά. Πάνω από τις ράχες δροσερό το στεριανό αγεράκι εκατέβαινε.

Ο Σβεν ήξερε καλά πως δεν έπρεπε να έχη ποτέ φόβο από τη μαμά, αυτή τη φορά όμως έχασε το θάρρος. Γιατί τώρα θυμήθηκε που του είχε πει πως θα τον δείρη κι όταν αντίκρυσε τον μπαμπά, τον έπιασε αμέσως τρόμος. Γιατί ο μπαμπάς φαινότανε σοβαρός κ' είπε με πολύ αυστηρό τόνο: — Τώρα πρέπει να πάρουμε το ξύλο, Σβεν. Γιατί, καθώς θυμούμαι, σου το έταξε η μαμά.

Έπειτα ερχότανε σε μένα κ' έλεγε: — Πόσο λυπούμαι τη μαμά. Ο Ούλοφ έμενε ησυχότερος και προσπαθούσε να μιλή μαζί μου, σα να είταν όλα όπως έπρεπε να είναι.

Πήγαινε κ' έστεκε κει πολύ πριν από την ώρα, που θα γύριζε ο μπαμπάς. Αδιάκοπα έβγαινε από τον κρυψώνα του και ρωτούσε: — Πιστεύεις πως θα φοβηθή ο μπαμπάς; Φυσικά η μαμά του έλεγε ναι και φυσικά ο Σβεν έμενε τρισευτυχισμένος με την ελπίδα αυτή.

Για τον μπαμπά σακκάκι, για τη μαμά τρικό και δυο ζευγάρια κάλτσες για το μικρό αδερφό. Είναι το βράδι του Άιγιαννιού κι ο Σβεν είναι ευτυχισμένος. Γιατί η μαμά του είχε τάξει πως αυτό το βράδι μπορεί να πάη να κοιμηθή όποτε θέλη αυτός.

Μου το έδωσε η μαμά, έλεγε, όταν πήγα στο δάσος και ξαναγύρισα. Μου το έδωσε από τη χαρά της, που με ξαναείδε. Κ' η μαμά υπερασπιζότανε την παιδαγωγική της μέθοδο εναντίο κάθε κριτικής, σηκώνοντας ψηλά το μικρό Σβεν μπροστά σε όλους. Ευλογημένη να είναι! Είχε δίκιο.

Κάτω από το τραπέζι στέκανε δυο ξύλινα άλογα το ένα με τη χήτη μαδημένη, και μπρος στο τραπέζι είτανε μια μικρή, χαμηλή ξύλινη καρεκλίτσα, που την είχαμε χαρισμένη του Σβεν και κείνος την έπερνε μέσα στις κάμαρες όταν είτανε πολύ χαρούμενος κ' ήθελε να βάλη τη μαμά να του πη παραμύθια.

Είστε σεις; της λέγει ο Αγαθούλης· ζήτε! Σας ξαναβρίσκω στην Πορτογαλλία! Δε σας εβίασαν λοιπόν; Δε σας ξεκοιλιάσανε, όπως με βεβαίωσε ο φιλόσοφος Παγγλώσσης; — Ναι, είπε η ωραία Κυναιγόνδη· αλλά δεν πεθαίνει κανείς πάντα απ' αυτά τα δυο δυστυχήματα. — Αλλ' ο μπαμπάς σας και η μαμά σας σκοτωθήκανε; — Αυτό είναι πάρα πολύ αληθινό, είπε η Κυνεγόνδη κλαίοντας. — Κι' ο αδερφός σας;

Βέρθερε, εσυνέχισε τότε . . . και η γυναίκα αυτή έφυγε πια! Θεέ! Όταν κάποτε σκέπτωμαι πως αφίνει κανείς να παίρνουν το αγαπητότατον ον της ζωής του, και κανένας δεν αισθάνεται τούτο τόσον πολύ παρά τα παιδιά, τα οποία επί πολύ ακόμη παραπονούντο πως οι μαύροι άνθρωποι επήραν τη μαμά! . . .