United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έμεινε μόνος ξάπλωσε στην ψάθα, αλλά, παρά τη μεγάλη του κούραση, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Είχε την εντύπωση ότι οι τυφλοί είχαν ξαπλώσει εκεί δίπλα του και ότι τριγύρω και έξω, μέσα στα σκοτάδια, απλωνόταν ένα άγνωστο χωριό.

Στην κραυγή τ' αδερφού του, ο Δούκας Ριόλ ρίχνεται κατ' απάνω του Καερδέν, με τα χαλινάρια αμπολυμένα. Αλλά ο Τριστάνος του κόβει το δρόμο. Άμα χτυπήθηκαν, το κοντάρι του Τριστάνου έσπασε στα χέρια του. Το κοντάρι του Ριόλ χώθηκε στο στήθος του εχθρικού αλόγου, πέρασε της σάρκες και το ξάπλωσε νεκρό, χάμω στο λειβάδι.

Ξάπλωσε λοιπόν το φιλελληνισμό του σ' όλη τη Συρία, και τη γέμισε θέατρα, στοές, αγώνες, και τάλλα στολίδια που συνήθιζαν οι μεγάλοι να σπέρνουνε σε κάθε χώρα ελληνική. Μα όσο και να φαίνουνταν ανωφέλευτα τα στολίδια εκείνα στην καθαυτό την Ελλάδα, στη Μικρασία όμως που το ζήτημα είταν Ελληνισμός ή Ασιατισμός, ο πρώτος, αν και δεν μπορούσε πια να ριζώση βαθιά, ήταν πάντα ο προτιμότερος.

Στο φύσημα του ανέμου έτρεμε όλο το καλύβι και η αραχνιές γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Καταγής αναπαυόταν η στάμνα με τα χερούλια στα πλευρά και η χύτρα αναποδογυρισμένη κοιμόταν πλάι της. Ο Έφις ετοίμασε την ψάθα, αλλά δεν ξάπλωσε. Του φαινόταν πάντα ότι άκουγε θόρυβο από παιδικά βήματα.

Πρώτος του Τελαμώνα ο γιος τον Ύρτη με το φράξο παστρέβει, των λιοντόκαρδων οπλαρχηγό Μυσώνε· και γύμνωσε ο Αντίλοχος το Μέρμερο και Φάλκη· και τον Ιππότη ξάπλωσε και Μόρη ο γιος του Μόλου· και πήρε ο Τέφκρος τ' άρματα του Πρόθου και Περφήτη. 515 Τον Απερήνορα έπειτα βαράει μες στο λαγγόνι ο γιος τ' Ατριά, και τ' άντερα ως μέσα το καντάρι του θέρισε, και βιαστικά πετά οχ την ανοιγμένη πληγή η ψυχή του, και βαθύ τον σκέπασε σκοτάδι.

Κι' αφτοί πού! να σταθούνε που τόσους χάμου ξάπλωσε μες απ' τ' αμάξια μπρούμτα κι' ανάσκελα· τι βασταγμό δεν τούχε το κοντάρι. 180 Σε λίγο όμως σαν κόντεβε να φτάσει ομπρός στη χώρα κάτου απ' το κάστρο τ' αψηλό, πια τότες ο πατέρας θεών κι' αντρών κατέβηκε με κεραβνό στο χέρι οχ τα ουράνια, κι' έκατσε στις δροσερές κορφάδες της Ίδας της πολύπηγης.

Επέστρεψε στις κυράδες του και ξάπλωσε στην ψάθα. «Έκανες καλά που ήρθες εδώ», είπε η ντόνα Έστερ σκεπάζοντάς τον με ένα χράμι και η Νοέμι έσκυψε κι εκείνη, του πήρε το σφυγμό, του έπιασε το μπράτσο προσπαθώντας να τον πείσει να μπει στο κρεβάτι. «Αφήστε με εδώ, ντόνα Νοέμι μου», βογκούσε χαμογελώντας, αλλά τα μάτια του ήταν απλανή σαν εκείνα ενός τυφλού, σκεπασμένα ήδη με τον πέπλο του θανάτου. «Εδώ είναι η θέση μου

Είτανε σα να έλειπε μακριά κ' έβλεπε κει κάτω όλα όσα είταν ωραία και φαιδρά στη γις και τα νοσταλγούσε κ' αιστανότανε πως δεν είτανε πια γι' αυτόν. Ακκουμπούσε μόνο το κεφάλι του στον ώμο του μπαμπά. Κ' έπειτα τονέ φέρανε πάλι μέσα στο κρεββάτι του. Η μαμά τον ξάπλωσε κει και του έσιαξε τα μαξιλάρια. — Δεν είταν ωραία, Σβεν; — Ω ναι, μόνο πως δεν μπορούσα ακόμα. Μα γλήγορα θα γίνω πάλι καλά.

Το πρωί βγήκε ο Πάλμος να πάρη λουτρό στον ποταμό. Άξαφνα φαίνεται πως τον παράσυρε το ρέμα. Κολυμπούσε και προσπαθούσε να φύγη από το μέρος εκείνο. Έπειτα ξάπλωσε τα χέρια και πια δεν τον είδαν. Όταν έφεραν το νεκρό του, έμοιαζε σαν αποκοιμισμένος. Δεν μπορούσε κανένας να πη αν πνίγηκε άθελα ή όχι. Είταν άξιος κολυμπιστής.

Κι' ο Άρης νύχτα ξάπλωσε στον πόλεμο τριγύρω, κι' έτρεχε ακούραστος παντού βοηθώντας τους Δαρδάνους, και τις αρμήνιες τέλιωνε του χρυσοσπάθη Απόλλου, που τούχε πει και σύστησε ν' αναστυλώσει πάλι των Τρώων την παλικαριά, σαν είδε την Παλλάδα 510 φεβγάτη· γιατί αφτή είτανε των Αχαιών προστάτρα.