Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Ύστερα η γρηά, σαν ετράβηξε τη στάμνα μέσα, έκαμε πάλι να σπρώξη την πόρτα, για να με κλείση απ' έξω. Εγώ έπιασα με τα δυο χέρια το φύλλο της πόρτας, κ' είπα· — Τι κάνουν μέσα; Άκουσα σιγανή ψαλμωδία και διάβασμα παπά. — Βαφτίζουν, μου είπεν η καλόγρηα, με τρόπον που έδειχνε πως ήτον στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να με απομακρύνη. Επέρασα το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. Ξαφνίστηκα.
—βγάλε και συ τον τρίποδα. . . τη στάμνα με τα μύρα. . . τσουκάλια. . . παρατσούκαλα. . . σωστή λαοπλημμύρα!.. Β' ΑΝΗΡ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ. Και τούτος τι ζητεί εδώ μ' αυτές της κατσαρόλες; —Ε, συ! μετακομίζεσαι, που τάβγαλες στη φόρα, ή τάχα για ενέχυρο πας να τα βάλης τώρα; Α' ΑΝΗΡ Καθόλου. Β' ΑΝΗΡ Κ' η παράταξις σαν τι σημαίνει πάλι; μήπως για τον Ιέρωνα την έχεις το ντελάλη;
Εκατέβασε κι άφτονα χράμια και παπλώματα, να καλοσκεπαστούμε τη νύχτα που βγάζουν κρυανά αναβόρια οι στεριές και νοτίζουνε μέσα τα πέλαγα μην κρυώσουμε. Επήρε και το μαντολίνο του Κυρ-Λιάκου απ το τηλεγραφείο. Επήρε κ' έναν πότη κοκινέλι· να μας κόβη λίγο τη δίψα μες ταλατοποτισμένα πέλαγα. Επήρε και μια στάμνα δροσερό νεράκι. Όλα τα πήρε. Όλα τα ετοίμασε ο καλός μου γέρος.
η χύτρα. . . έλα έξω συ. . . μουντζούρα είσαι γεμάτη, μα το θεό, λες κ' έτυχε να βράση τη μπογιά του ο Λυσικράτης μέσα σου, που βάφει τα μαλλιά του. —Πέρνα κοντά της τώρα συ, και στάσου για στολίστρα. . . —και φέρε και τη στάμνα συ η νεροκουβαλίστρα. . . —άλλος κεριά να φέρη. . . —και τα κλωνάρια της εληάς, οπού φορούν οι γέροι. . .
Χωρίς να μετανιώσουν που αγάπησαν — χωρίς να στενάξουν που πληγώθηκαν — κρατούν το στόμα της στάμνας των κάτου απ' τους λίγους σταλαγμούς της... Κι όταν φύγουν όλες, πλησιάζω στη βρύση των λυγμών τη βαρειά μου στάμνα και περιμένω ως τα μεσάνυχτα — καθώς το θέλησες, αδερφέ μου, — να γεμίση. Στην αγορά του Σαβάτου τ' άλογα που ήταν για πούλημα μιλούσαν κάτου απ' τη λεύκα για τη ζωή τους.
Και το βλέμμα του έγινε πάλιν αόριστο, κάπως δειλό εστυλώθηκεν απάνω σε μια στάμνα που έστεκε σπασμένη στην αυλή, το μέτωπο εσούφρωσε κ' εκέρωσε, λέγεις κ' έβλεπε ασπίδα να προβάλη αποκεί. — Εσύ πατέρα πώς επήγες; Με τη μηχανή; τον ερώτησα. — Όχι, με την πέτρα σαν τους Καλυμνιώτες. Πού μηχανές στον καιρό μας! — Εγώ σαν μεγαλώσω θα πάω να το κόψω· είπα πεισματικά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν