United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκλάβοι τους δεν είμαστε. Ο νους είναι που ζωντανέβει τη γραμματική. Φτάνει νάχουμε μια ιδέα, να τρέμη η καρδιά μας, και βλέπετε αμέσως και τη γλώσσα να χύνη όλα της τα λουλούδια· βλέπετε την κάθε λέξη να λάμπη σαν ολόφωτο φεγγάρι. Ξέρω τι θα με πήτε· δεν έγραψαν πάντα μήτε σ' όλους τους τόπους τη γλώσσα που μιλούσαν . Είναι βέβαιο.

Στην αρχή ο Ιστένε έσκυψε το κεφάλι μέχρι που το έβαλε σχεδόν ανάμεσα στα γόνατα, έπειτα ανασηκώθηκε, άρπαξε τα πόδια του επιτιθέμενου και τον τράνταξε ολόκληρο, μη μπορώντας όμως να τον ρίξει κάτω του δάγκωσε το γόνατο. Δε μιλούσαν και η σιωπή τους έκανε τραγικότερη τη σκηνή.

Τα μέρη διασκέδασης όπου πήγαιναν τους ήταν αδιάφορα∙ δεν τα εύρισκαν πιο χαρούμενα ή πιο θλιβερά από τα μοναχικά μέρη όπου στάθμευαν για ανάπαυση ή για φαγητό. Καυγάδιζαν ωστόσο μεταξύ τους, φώναζαν αισχρόλογα, μιλούσαν άσχημα για το Θεό, ζήλευαν ο ένας τον άλλο: είχαν όλα τα πάθη των τυχερών ανθρώπων.

Κ' ενώ 'μιλούσαν, έφθαναν οι χοίροι και οι βοσκοί τους• τους έκλεισαν να κοιμηθούντα μαθημένα μέρη, 410 και φοβερός έβγαινε αχός των χοίρων 'που εμανδρίζαν. και τους συντρόφους πρόσταξεν ο θείος χειροτρόφος• «Διαλέξετε και φέρετε τον κάλλιον απ' τους χοίρους, του ξένου, 'που 'λθε από μακρυά, γι' αγάπη να τον σφάξω, και θα καλοπεράσουμε κ' εμείς, 'που ολοκαιρής μας 415 κακοπαθούμεν αφορμής των λευκοδόντων χοίρων, και απλέρωτα τον κόπο μας τον καταφθείρουν άλλοι».

Κάθισα στο πλάγι του μισογκρεμισμένου του μύλου, και κοίταζα την ατέλειωτη θάλασσα. Άκουα τα κύματα που χτυπούσανε μέσα στις σπηλιές αποκάτω, και θαρρούσα πως αναστέναζαν. Έβλεπα τους βράχους τριγύρω και μου φαίνουνταν παράξενο πώς δε μιλούσαν, πώς δε ράγιζαν, που έφευγε η Ελένη για πάντα.

Και του μιλούσαν, και ένα του τσιμπούσε το αφτί για ν’ ακούει καλύτερα: ήταν ένα μυστηριώδες μουρμούρισμα που επαναλάμβανε τον ψίθυρο των φαντασμάτων της κοιλάδας, τη φωνή του ποταμού, την ψαλμωδία των προσκυνητών, τον χτύπο του Μύλου, τους αναστεναγμούς του ακορντεόν του Τσουαναντόνι.

Τόσο είναι αλήθεια αφτό που λέμε, που μόλον ότι σ' όλη την Ελλάδα μιλούσαν τα γραικικά, μόνο στην Πόλη πρωτογράφηκε η γλώσσα κι άρχισε να φαίνεται μια καινούρια φιλολογία. Εσείς μας δώσετε το πρώτο μας φιλολογικό μνημείο. Ο Σπανέας και του Πρόδρομου οι στίχοι από δω βγήκαν. Η κοινή γλώσσα άρεζε μάλιστα και στο παλάτι. Ο Πρόδρομος έγραφε για τους Κομνηνούς και τον άκουγαν Κομνηνοί.

Μα σε κείνα τα χρόνια, δε μιλούσαν έτσι μονάχα οι βασιλιάδες· είτανε της καλής αναθροφής να ξέρη κανείς τα λατινικά, κ' ένας προκομμένος νέος το είχε συστατικό του σαν τα μάθαινε.

Τους Μορφόπουλους που ζήσανε στη σκλαβιά κ' εκείνους που πάλαιψαν χίλια τόσα χρόνια για να ξεφύγουν των βαρβάρων την καταδρομή, τους αρνήθηκε για πάντα. Δεν ήθελε να ξέρη παρά τους πρώτουςπρώτους προγόνους του. Επίστεψε στ' αληθινά πως το χιλιόκαλο κάμωμα του πατέρα του το χρώσταγε σ' εκείνους. Σ' εκείνους που έγραψαν τα βιβλία και μιλούσαν τη γλώσσα τους.

Ωστόσο το γαλλικό κι' ισπανικό καράβι εξακολουθήσανε το δρόμο τους κι' ο Αγαθούλης εξακολούθησε τις συζητήσεις του με το Μαρτίνο. Συζητήσανε δεκαπέντε μέρες συνεχώς κ' είχανε προχωρήσει τόσο στο θέμα, όσο και την πρώτη μέρα. Μα επί τέλους μιλούσαν, έλεγαν τις ιδέες τους, παρηγοριόντανε. Ο Αγαθούλης χάηδευε το πρόβατό του: Αφού σε ξαναβρήκα, έλεγε, ελπίζω να ξαναβρώ και την Κυνεγόνδη.