United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αρβανιτιά την πλάκωσετου Δαμουλά το πύργο « — Γιώργαινα ρίξε τάρματα· δεν είν' εδώ το Σούλι. » Εδώ είσαι σκλάβα του Πασσά, σκλάβα των Αρβανίτων. » — Το Σούλι κιαν προσκύνησε κι' αν τούρκεψεν η Κιάφα » Η Δέσπω δεν το έκανε, η Δέσπω δεν το κάνει. » Δαβλίτο χέρι άρπαξε κόραις και νύμφαις κράζει. « — Σκλάβαις Τουρκών μη γίνωμε' παιδιάμ' αγκαλιαστήτε» Χίλια φυσέκια ήταν εκεί· αυτή φωτιά τους βάνει, Και τα φουσέκια ανάψανε κι' όλαις φωτιά γενήκαν.

ΠΑΡΘΕΝΙΣ. Ο στρατιώτης ο Αιτωλός εκείνος ο αψηλός, ο αγαπητικός της Κροκάλης, μ' εκτύπησε, γιατί μ' ευρήκε στης αγαπητικιάς του, όπου με είχε πάει με πληρωμή να παίξω ο Γόργος ο αντεραστής του. Αυτός μούσπασε τους αυλούς. Ενώ διεσκέδαζαν και εγώ έπαιζα, ώρμησε μέσα ο Αιτωλός, μου άρπαξε τους αυλούς και τους τσάκισε, αναποδογύρισε το τραπέζι και έχυσε το κρασί.

Ζηλεύω την παλληκαριά, δεν τη φθονώ σαν άλλους... Κι' όταν εγώτα Γιάννινα, εσέ, το υιό τ' Ανδρούτζου, Του Καραΐσκου το παιδί, το Θώδωρο το Γρίβα, Με τάλογά σας έβλεπα να λάμπετετον ήλιο, Ν' ανεμοστροβιλίζετε, σας εχαιρόμουν, Διάκε, Κ' έλεγα μέσα μου κρυφά, ένας Θεός το ξέρει, Νάμουν εγώ το σύγνεφο και σεις ταστροπελέκια... Καλός καιρός οπούτανε!... Τώρα και σας κ' εμένα Μας άρπαξε το σύφλογο και ξεζευγαρωμένους Μας δέρν' η ανεμοριπή... Θέλεις να ζήσης, Διάκε;...

Μονάχα η Αφροδίτη 380 τον άρπαξε έφκολα έφκολα, σα θέαινα, απ' τη μέση, τον σκέπασε μ' ένα πυκνό σκοτάδι, και τον πήγε και μες το μοσκομύριστο τον κάθισε γιατάκι. Έπειτα πήγε τη Λενιό να κράξει.

Ο Χαγάνος δεν πήρε, άρπαξε από τα χέρια του δούλου το κιάλι, το άρμοσε στα μάτια του και κύτταξε για πολλή ώρα τριγύρω. Είχε δίκιο ο δούλος του. Τα ξένα χτήματα έζωναν με πρασινάδα το δικό του· πήγαιναν να το πνίξουν με το θρασομάνημά τους. Ψηλά του Βασίλη του Ζάρακα το χτήμα, περιμαντρωμένο με αθάνατους τον τρόμαξε.

ΑΔΜΗΤΟΣ Ω του μεγάλου μας Διός ευγενικό βλαστάρι, είθε να είσαι ευτυχής και να σε προστατεύη ο πατέρας που σ' εγέννησε. Γιατί εσύ μονάχος την τύχη μου μετέβαλες. Αλλ' όμως απ' τον Άδη πώς την επήρες και στο φως την έφερες του κόσμου; ΗΡΑΚΛΗΣ Πάλαιψα με τον Θάνατον, όπου τήνε κρατούσε. ΑΔΜΗΤΟΣ Και πού έγινεν ο αγών αυτός; ΗΡΑΚΛΗΣ Στον τάφο της απάνω ήμουν κρυμμένος, ώρμησα την άρπαξε στα χέρια....

Καταλαμβάνω καλώτατα την υπόθεσιν διά την οποίαν ήλθες· εσύ έρχεσαι εδώ από όνομα του παρανόμου αυθέντος σου διά να μου αναγγείλης πως αυτός κρατεί εις το παλάτι του την θυγατέρα μου εναντίον κάθε δικαιοσύνης, μα θέλει το μετανοήσει πολλά ογλήγορα διά την εντροπήν που μου έκαμε· και διά να κάμω αρχήν του θυμού μου, προστάζω να σου κόψουν το κεφάλι, και ελπίζω ότι με τούτον τον τρόπον θα μεταχειρισθώ και τον άνομον αυθέντην σου, που διά μέσον της μαγικής τέχνης κανενός θανατηφόρου μάγου μου άρπαξε την θυγατέρα, και έκαμε αυτήν την ατιμίαν εις το παλάτι μου.

Και μετ' ολίγον βλέπομεν το όρνεον Ροκ, και κατεβαίνοντας εκεί άρπαξε και τα δύο εκείνα θηρία εις τα νύχια του και σηκώνοντάς τα υψηλά, τα έφερεν ίσως, εις την φωλεάν του.

Με πλατειά βήματα δρασκελώντας το κατάστρωμα έφτασε πρώτος στην κάμαρη, άρπαξε το σκουροντούφεκο και από τη σκάλα, χωρίς να σημαδέψη την άναψε στο πουλί. Ένας ξερός χτύπος ακούστηκε μα τίποτ' άλλο. Ο κόκορας έπεσε αλλά δεν έπιασε το καψούλι. Επαγώσαμε. Κακοσημαδιά στην κακοσημαδιά· όλα ανάποδα επήγαιναν σήμερα! Καλά το είπε ο καπετάν Κρεμύδας: Τι στο καράβι ή στο σπίτι μεγάλο κακό θε να γένη!...

Η ντόνα Έστερ όμως τον άρπαξε από το χέρι και η Νοέμι, που πήγαινε από πίσω του, έπεσε βαριά επάνω στον πάγκο, όπως η ντόνα Ρουθ, με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο μελανό. Εκείνος πήγε έξω, κάθισε στο σκαλοπάτι και έμεινε όλη τη νύχτα ακίνητος με το κεφάλι μέσα στα χέρια. Πριν την αυγή έφυγε για να πάει να βρει τον Τζατσίντο.