United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• «Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα, καλά τον εκδικήθηκεν εκείνος, και την φήμη θε να του απλώσουν οι Αχαιοί και εις τα τρισέγγονά τους. κ' είθε να εζώναν οι θεοί κ' εμέ δύναμιν τόση, 205 να εκδικηθώ την αδικιά των πονηρών μνηστήρων, 'που υβρίζουν, και άνομα πολλά ενάντια μου οργανίζουν. αλλ' οι θεοί δεν έκλωσαν παρόμοιαν ευτυχίαν εις τον πατέρα κ' εις εμέ• και ανάγκη να υπομείνω».

Ο Χαγάνος δεν πήρε, άρπαξε από τα χέρια του δούλου το κιάλι, το άρμοσε στα μάτια του και κύτταξε για πολλή ώρα τριγύρω. Είχε δίκιο ο δούλος του. Τα ξένα χτήματα έζωναν με πρασινάδα το δικό του· πήγαιναν να το πνίξουν με το θρασομάνημά τους. Ψηλά του Βασίλη του Ζάρακα το χτήμα, περιμαντρωμένο με αθάνατους τον τρόμαξε.

Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. «Άθλιε, καιμικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει 45 θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει· αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω· κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι πεντήκοντα, με ορμή πολλήτον φονικόν αγώνα, 50 και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία. κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης».

Μετά έν έτος ο Στεφανάκης, ο αρραβωνιαστικός του Χρυσού, νέος τριάκοντα ετών, ναυτικός κατά πρώτον και ήδη διατηρών καφενείον, ως ακινδυνωδέστερον στάδιον του βίου, ήρχισε τα κακιώματα και τας αναβολάς του γάμου, αφού είχεν έμβη πλέον μέσα εις το σπίτι του κοριτσιού. Ωχ και να ιδής τότε φείδια που την έζωναν την Μιλάχρω. Φλόγες καυστικώτεραι από τας φλόγας του φούρνου έψηνον το πρόσωπόν της.

Κι όξω τους βγάζει, σα μικρά ζαρκάδια σαστισμένους, πίσω τα χέρια δένοντας με τα καλοκομένα 30 λουριά που γύρω τα στριφτά τους έζωναν τσαπράζα· κι' έτσι οι συντρόφοι του δετούς τους πήγαν στα καράβια.

Και είναι μια αληθινή ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα. Περπατούσαμε μονάχοι στο σκοτάδι. Περπατούσαμε, κρατημένοι σφικτά απ' τα χέρια, εγώ και ο Άλλος. Μανάχα εμείς περπατούσαμε στη μαύρη πεδιάδα. Τίποτε άλλο. Τα μεγάλα βουνά ακίνητα μας έζωναν τριγύρω. Βαρειά σύννεφα ήταν σταματημένα απάνω απ' το κεφάλι μας.