United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη με σχήμ' αετού• ξιππάσθηκε το πλήθος 'που την είδε• εθαύμαζεν, ως είδε τηντα μάτια εμπρός του, ο γέρος• του Τηλεμάχου άμ' έπιασε το χέρι, και τον είπε•

Και προς αυτόν ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Τηλέμαχε, τι σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; 230 άνδρα θεός και από μακράν, αν θέλη, εύκολα σώζει, καλλιά 'χα να βασανισθώ, πολύ να παραδείρω, ως την πατρίδα μου να ιδώ, παράτα γονικά μου άμα πατήσω, ο θάνατος να μ' εύρη, ως τον Ατρείδη, 'πώπεσε, από της γυναικός τον δόλο και του Αιγίσθου. 235 αλλ' είναι ο θάνατος κοινός, ουδ' ημπορούν να σώσουν και φίλον άνδρ' οι αθάνατοι, οπόταν έλθ' η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου, να τον πάρη».

Κ' εκείνητα περίλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη, κ' έκλαιε τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο 450τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Ραψωδία Φ Τότετον νου της έβαλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, τόξο και σίδερο λευκό να θέση των μνηστήρων, αγώνα και του φόνου αρχήν, 'ς το σπίτι του Οδυσσέα. και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της ανέβη, 5 'ς τ' απαλό χέρι το κλειδί πήρε γυρτόν, ωραίο, χάλκινο, μ' ελεφάντινο χερούλι εφοδιασμένο.

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο δώμα, ότι τον λόγον του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθητην καρδία. 355 και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 25 «Άλλα και μόνος θέλει ευρής, Τηλέμαχε, 'ς τον νου σου, και άλλα θεός θέλει σου ειπή• καιτων θεών το πείσμα, θαρρώ, δεν σ' έχ' η μάννα σου γεννήσει και αναστήσει».

Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• 265 «Ναι, τούτα είν' όλ' αληθινά, γυναίκα, όπως τα λέγεις• ήδη πολλών εγώ 'μαθα την σκέψι και την γνώμη ανδρών ηρώων, και εις πολλά της γης εβγήκα μέρη• αλλ' άνθρωπον τα μάτια μου τέτοιον ποτέ δεν είδαν, ως ήταν μεγαλόψυχος ο φίλος Οδυσσέας. 270 όπως και αυτό κατώρθωσε με τόλμην ο ανδρείος, 'ς τ' άλογον ότε το ξυστόν οι πρώτοι των Αργείων όλοι κρυμμένοι εφέρναμε τον όλεθροτους Τρώαις• και συ 'λθες τότε αυτού• θεός πρέπει να σ' έχη σπρώξει, των Τρώων δόξαν θέλοντας να δώση• και σιμά σου 275 έρχονταν ο θεόμορφος Δηίφοβος• και γύραις τρεις έκαμες, την βαθουλή καθίστρα ψηλαφώντας. κ' εφώναζες με τ' όνομα των Δαναών τους πρώτους, με την φωνή της γυναικός του καθενός εκείνων. με τον Τυδείδη τότ' εγώ και ο θείος Οδυσσέας 280 ακούσαμε, καθήμενοιτην μέση, την βοή σου• κ' εμείς οι δυο με προθυμιάν ηθέλαμεν ορμώντας έξω να βγούμε, ή μέσαθεν ευθύς ν' αποκριθούμε• αλλ' όσο και αν ηθέλαμε, μας κράτησ' ο Οδυσσέας. και τα παιδιά των Αχαιών κει μέσα εσίγαν όλα• 285 ο Άντικλος ηθέλησε μόνος να σ' απαντήση• αλλά τον έσφιξ' ο Οδυσσηάςτο στόμα με τα χέρια τ' ανδρειωμένα, κ' έσωσε των Αχαιών το γένος, κρατώντας, ως 'που επήρε σε κείθε η Παλλάδ' Αθήνη».

Αυτά 'πε κείνος, και άπτεροςαυτήν ειπώθη ο λόγος, και τα θυρόφυλλ' έκλεισε των υψηλών μεγάρων. 30 τότ' ο Οδυσσέας και ο λαμπρός υιός του κινηθήκαν, κ' έφερναν μέσα κόρυθαις, ομφαλωταίς ασπίδαις, μυτεραίς λόγχαις· κ' έμπροσθε χρυσόν κρατούσε λύχνον κ' εμόρφον' ωραιότατο φως η Παλλάδ' Αθήνη. τότ' είπεν ο Τηλέμαχος έξαφνα του πατρός του· 35 «Θαύμ' είναι αυτό, πατέρα μου, μέγα, 'που βλέπ' εμπρός μου· οι τοίχοι, τα μεσόστυλα τα ωραία, των μεγάρων, τα πατερά τα ελάτινα, κ' οι στύλοι οπ' αναβαίνουν, 'ς τα μάτια μ' όλα φανερά φλογώδη λάμψιν έχουν· είν' εδώ κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων». 40

Τότε της έβαλετον νουν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, εις τους μνηστήραις να φανή, 'ς τον πόθο τους αέρα 160 να δώση μεγαλήτερον, και σεβαστή να γείνητον άνδρα της και τον υιόν, καλήτερ' από πρώτα. κ' έκαμε γέλοιον άκαιρο κ' είπε της Ευρυνόμης• «Θέλ' η ψυχή μου ό,τι ποτέ δεν θέλησ', Ευρυνόμη, εις τους μνηστήραις να φανώ, και ως είναι μισητοί μου• 165 και λόγον χρήσιμον να ειπώ τον τέκνου μου εποθούσα. να μη σιμόνη πάντοτε τους προπετείς μνηστήραις• εκείνοι λέγουν εύμορφα και ολέθρια κρύβει ο νους των».

Και ο συνετός Τηλέμαχος του απάντησε με θάρρος• 75 κ' η ίδια Αθήνη του 'βαλε το θάρροςτην καρδία, για τον πατέρα, 'που 'λειπεν, όπως τον ερωτήση, και όπωςτον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη.