United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είνε τίποτε· περασμένα-ξεχασμένα. Ο Φλεβάρης εθαύμαζεν. Ήτο αυτός ο φοβερός Μάρτης, που εις το παραμικρόν εγίνετο σκυλί· που δεν εχάριζεν ούτε εις την μάνα του λόγο; Δεν ηδύνατο να πιστεύση τους οφθαλμούς του. Αλλ' επειδή ο Φλεβάρης εδόξαζεν ότι όλα τα πράγματα μεταβάλλονται εις τον κόσμον αυτόν, συνεπέρανεν επί τέλους ότι και ο χαρακτήρ του Μάρτη μετεβλήθη.

Αυτά 'πε• και άμα ο γλήγορος υπάκουσε αργοφόνος• κ' ευθύςτα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν τον επάνω 45την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη, σαν τους αέραις. το ραβδί πήρε, οπού μ' αυτό τα βλέφαρα κοιμίζει όποιου θνητού θελήση αυτός, κ' εγείρει όποιον κοιμάται. μ' αυτότα χέρια πέτονταν ο μέγας αργοφόνος• και εις την Πιερία πάτησε, κ' έπεσε απ' τον αιθέρα 50το πέλαγος• και αρμένιζετο κύμα επάν' ως γλάρος, 'που εις τα φρικτά βυθίσματα της άπατης θαλάσσης ψάρια ζητεί, και τα πτεράτην άρμη συχνοβρέχει. όμοιος μ' αυτόν εφέρονταν ο Ερμήςάπειρο κύμα. και όταν •ς την νήσον έφθασε την απομακρυσμένη, 55 απ' το γαλάζιο πέλαγος εβγήκε να πατήση την γη, και εις τ' άντρον έφθασε το μέγα, όπου εκατοίκα η νύμφ' η καλοπλέξουδη, και μέσα εκείνην ηύρε. και εις την γωνίστρα καίονταν ξύλα πολλά του κέδρου και της καλόσχιστης θυάς, κ' εσκόρπα η μυρωδία 60 εις το νησί• καλόφωνα κει μέσα ετραγουδούσε αυτή, και ύφαινε πανί με ολόχρυση σαγίττα. και δάσος ολοφούντωτον ήταν τριγύρω 'ς τ' άντρο, κλήθρα, και λεύκα, ευωδερό μ' εκείναις κυπαρίσσι. και μέσ' αυτού πλατύπτερα πετούμενα εκουρνιάζαν, 65 στριγλιά, γεράκια, και μαζή πλατύγλωσσαις κουρούναις, θαλασσοπούλι, 'που η ζωή τ' αρέσει του πελάγου. και ήμερο κλήμα ολόγυρατο βαθουλό το σπήληο, θυμό γεμάτο απλόνονταν σταφύλια στολισμένο. και βρύσες τέσσερες εγγύς και αραδικώς ερρέαν 70 λευκό νερό, και η καθεμιάάλλο εκυλούσε μέρος• και γιοφυλλιών γύρω απαλά λιβάδια και σελίνων πρασίνιζαν και αθάνατος αν πήγαιν' εκεί πέρα κυττάζοντας θα εθαύμαζε, και θα 'χαιρε η ψυχή του. έμεινε αυτού κ' εθαύμαζεν ο μέγας αργοφόνος• 75 και αφού τα πάντα εθαύμασεν εις την ψυχή του εκείνος, 'ς το ευρύχωρ' άντρο εμπήκ' ευθύς• και ως είδε αυτόν αγνάντια, δεν άργησεν η Καλυψώ να τον γνωρίσ' η θεία• ότι δεν είν' οι αθάνατοι άγνωστοι μεταξύ τους, και αν τύχη κάποιος απ' αυτούς μακρυά να κατοικάη. 80 μέσα τον μεγαλόκαρδο δεν εύρεν Οδυσσέα• έκλαιγε αυτός καθήμενος εις τ' ακρογιάλι, ως πρώτα, με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθητην ψυχή του, κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. και τον Ερμήν η Καλυψώ ερώτησεν η θεία, 85 αφού τον κάθισε εις θρονί λαμπρό και στιλβωμένο•

Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη με σχήμ' αετού• ξιππάσθηκε το πλήθος 'που την είδε• εθαύμαζεν, ως είδε τηντα μάτια εμπρός του, ο γέρος• του Τηλεμάχου άμ' έπιασε το χέρι, και τον είπε•

Αι άλλαι έβλεπον τον πρεσβύτην καταγινόμενον ν' ανοίξη το δοχείον. — Εδώ σας λέγω είνε η τύχη σας, επανελάμβανεν ο γέρων. Οποιανού είνε, εδώ είνε η μοίρα σας. — Παληό πράμμα! εθαύμαζεν η Γερακούλα. Τώρα δεν φκιάνουν τέτοια γερά! Κύττα χόνδρος! Κύττα σκαλίσματα εύμορφα! Το επικάλυμμα έφερεν ανάγλυπτον τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου.

Είτα εξέπλεξε και το κοντάρι από το μέρος, όπου είχεν εμπλακή, και είπεν εις τον Νίκον·Να, πώς ν' αβαράρης! Και του έδειξεν εμπράκτως τον τρόπον, ρίψας αυτώ το κοντάριον. Είτα ώθησε την φελούκαν από της πρύμνης, απομακρύνας αυτήν των λιμναίων χόρτων, ως και των ρηχών, ενώ η Πολυμνία τον εκύτταζε μειδιώσα και άκουσα τον εθαύμαζεν υποψιθυρίζουσα·Τι παράξενο παιδί!

Ετραγάνισεν έν τεμάχιον χιόνος, έπειτα, διστάζων μεταξύ ενός τριβλίου κρέατος και ροδίνων κοσσύφων επροτίμησε το γλύκισμα με κολοκύνθην. Ο Ασιανός τον εθαύμαζεν. Η ευκολία εκείνη με την οποίαν κατεβρόχθιζε τα διάφορα εδέσματα εσήμαινεν ον εξαίσιον και από υψηλόν αίμα. Έφερον νεφρά ταύρου, μυοξούς, αηδόνας, περικόμματα κρέατος εντός φύλλων αμπέλου. Οι ιερείς εφιλονείκουν περί της Αναστάσεως.

Και αφού επί ώραν τα εθαύμαζεν η φιλόπονος γραία τα έργα των χειρών της, εξηπλωμένη εις τας γυμνάς σανίδας του πατώματος έως ου ξεκουρασθή, εμοίραζεν είτα εις τους συγγενείς και φίλους της λίαν αφιλαργύρως. Αλλά καθ' οδόν δεν ήθελε να τα εγγίση τις. — Σωρό πάλι τα πλατοκούκκια η θειά-Ζωίτσα, παρετήρουν αι γειτόνισσαι, όταν την έβλεπον επιστρέφουσαν φορτωμένην την γραίαν.

Ομοιάζουν δηλαδή μ' εκείνον όστις το μεν όλον κάλλος του Διός της Ολυμπίας, το οποίον είνε τόσον μέγα και εξαίσιον, δεν θα έβλεπεν, ούτε θα εθαύμαζεν, ούτε εις τους μη γνωρίζοντας θα εξήγει, θα εθαύμαζε δε του υποποδίου την καλήν και τεχνικήν κατεργασίαν και του βάθρου την ευρυθμίαν και αυτά όλα θα τα εξήγει με πολλήν επιμέλειαν και λεπτολογίαν.

Εθαύμαζεν αποτεινομένη προς τας εγγύς της ισταμένας γυναίκας, αίτινες ηρώτων αυτήν περί διαφόρων λεπτομερειών της ιεράς ακολουθίας, νομίζουσαι ότι ως σύζυγος επιτρόπου θα ηδύνατο να εξηγήση προς αυτάς τα τελούμενα.

Κατήντησε μετά ταύτα αυτός ο δήμαρχος να καταφύγη εις την εμπειρίαν του φυγάδος, ότε ηθέλησε να καταστρώση τους απολογισμούς τριών ετών, καταναγκαζόμενος υπό του νομάρχου. — Δυο στο λάδι, μια στο ξύδι, τρεις στο λαδόξυδο! Εφώνησεν ο κυρ- Δημάκης, περατώσας τους απολογισμούς του δημάρχου. — Αυτό δεν το ήξευρα! Εθαύμαζεν ο δημογραμματεύς; αρχίζων να εκτιμά την αξίαν του φυγάδος!