United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πριν ή απαντήση η Κυρία Περδίκη, εισέρχεται ο υπηρέτης, κομίζων δύο επιστολάς και μίαν κολοσσιαίαν ανθοδέσμην. — Ακόμη γράμματα; φωνεί η οικοδέσποινα. Καλά! Βάλε τα εκεί, επάνω εις το τραπέζι. Και αυτό το μπουκέτο ποίος το έφερε; — Ο περιβολάρης, κυρία. Σας συγχαίρεται, λέγει· και εις άλλα. — Το πήρε και αυτός μυρωδιά; μη χειρότερα! παρατηρεί ο Τηλέμαχος.

Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι βροχερός και γύρω από το εκκλησάκι, σκουρόχρωμο ανάμεσα στις πέτρες και στους θάμνους της πεδιάδας, βασίλευε μια απέραντη σιωπή, μια έντονη μυρωδιά από δάση. Τα σύννεφα που τρέχανε στον γκρίζο ουρανό έδιναν στον τόπο μια όψη ακόμη πιο φανταστική. Όλο το πρωί ξεφύτρωναν καβαλάρηδες μέσα από το ομιχλώδες μονοπάτι.

Οι άλλες εξομολογούμενες προσεύχονταν εδώ κι εκεί μέσα στην εκκλησία, γονατισμένες επάνω στο πρασινωπό πάτωμα. Μια βαθειά σιωπή, ένα γαλάζιο φως, μια μυρωδιά χλόης πλημμύριζαν την εκκλησία που ήταν υγρή και θλιβερή σαν σπηλιά.

Κατεβαίνει, πηγαίνει στο πηγάδι, ποτίζει τα λουλούδια και ενώ το γλυκό άρωμα από τις βιόλες ανακατεύεται με την αψιά μυρωδιά του φλόμου, τα πρώτα αστέρια ανεβαίνουν πάνω από το Βουνό. Η Λία πάει να καθίσει ψηλά στη σκάλα, με το χέρι στην τριχιά και τα μάτια καρφωμένα στο μισοσκόταδο. Η Νοέμι την θυμόταν πάντοτε έτσι, όπως την είδε την τελευταία φορά περνώντας πλάι της για να πάει για ύπνο.

Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως• Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια. ο Ήλιος όταν αναιβή τα μεσουράνια μέρη, 400 έρχεται από την θάλασσαν ο άψευτος ο γέρος, 'ς το μαύρον ανατρίχιασμα, 'π' ο Ζέφυρος σηκόνει, και άμ' έξω βγη, 'ς τα σπήλαια τα θολωτά κοιμάται. γύρω του η φώκαις, της καλής απόγονοι Αλοσύδνης, μαζή πλαγιάζουν, βγαίνοντας από το λευκό κύμα, 405 και πικροπνέουν της βαθειάς θαλάσσης μυρωδία. εκεί το γλυκοχάραμμα εγώ θα σ' οδηγήσω, θα σε πλαγιάσω αραδικώς, και τρεις θε να διαλέξης συντρόφους, τους καλήτερους, όπ' έχειςτα καράβια. και όλαις εγώ θέλει σου ειπώ ταις πονηριαίς του γέρου• 410ταις φώκαις πρώτα θε να 'λθή, και θα ταις αριθμήση• και, άμ' όλαις ταις εμέτρησε κ' εθώρησε, θα πέσητην μέση τους, ως ο βοσκόςτην μέση των προβάτων. και ως τον ιδήτε, 'πώπεσετον ύπνο, τότε αμέσως την δύναμι θα βάλετε και την καρδιά σας όλη, 415 κρατώντας τον, και ας προσπαθή μ' αγών' αυτός να φύγη• θα δοκιμάση, θα γενήτην γην όσα κινούνται θεριά, θα γένη και νερό, και πυρ θεοφλογισμένο• και σεις πάντοτε ακλόνητοι βαστάτε σφίγγοντάς τον στενώτερα• αλλ' άμ' αυτός μόνος του σ' ερωτήση, 420 και γένη όπως τον είδετετον ύπνο, 'που εκοιμώνταν, την βία τότε παύσετε και λύσετε τον γέρο, ήρωα, κ' ερώτα ποιος θεός σε βασανίζει τώρα, και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης.

Κατάλαβες, φίλε μου, αν και χωρατέβω μαζί σου και γελώ, αν και σου γράφω πως αγαπώ το καλοκαίρι, γιατί μου θυμίζει τα χρόνια τα παλιά, ή πως μου αρέσουν ακόμη τα λουλούδια, γιατί μου θυμίζουν τη μυρωδιά της, κατάλαβες πως τέτοια χαρά, χαρά δεν είναι και πως χάθηκε, πως πάει η ζωή μου. Σε βεβαιώνω πως δεν μπορούσα να μείνω, αν και το τραβούσε η καμένη μου η καρδιά. Δε γίνουνταν αλλιώς.

Αι πέντε μακραί κλίμακες, αι οποίαι έφθανον μέχρις επάνω εις την φωλεάν και ήσαν στηριγμένοι καθέτως εις την πλευράν του βράχου, εφαίνοντο ότι ήσαν ασθενές καλάμι· και τώρα μόλις είχον να υποστώσι το επικινδυνωδέστατον· έπρεπε να αναρριχηθή κανείς, όπως ημπορεί και αναρριχάται η γάτα· αλλά ο Ρούντυ αυτό ίσα-ίσα το ήξευρε, του το είχε διδάξει η γάτα· ούτε έπαιρνε μυρωδιά από τον Ίλιγγον, ο οποίος 'πίσω του ήτο μέσα 'στον αέρα και είχε τεντωμένους επάνω του τους ως πολύποδας βραχίονάς του.

Όσο η ζεστή σκιά του σπιτιού σκέπαζε την αυλή κι η μυρωδιά του φλόμου έφτανε από τον κάμπο, τόσο πιο έντονα θυμόταν την φυγή της Λία. Να, είναι ένα δειλινό σαν κι αυτό∙ το λευκοπράσινο Βουνό γέρνει πάνω από το σπίτι, όλος ο ουρανός χρυσίζει. Η Λία είναι στις επάνω κάμαρες και πηγαινοέρχεται σιωπηλή.

Ο βήχας της και το γλου-γλου της γαργάρας της μου έσχιζε την καρδιά και την ακοήν, και η μυρωδιά της αρρωστοκάμερας μου έφερνε ζάλη. Η ανικανότης μου να την βλέπω να υποφέρη με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί έως το βράδυ και καμμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί.

ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν έπρεπε να με πιστεύσης· διότι η αρετή δεν δύναται να εμβολιασθή τόσο εις την παλαιάν μας ρίζαν, ώστε να μη απομείνη από τούτην κάποια μυρωδιά. ΟΦΗΛΙΑ Τόσο χειρότερα απατήθηκα.