United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ασημίνα, σφίγγοντας το κεφάλι της με τα δυο της τα χέρια, σαν νάθελε να κρατήση τα συλλογικά της, προχώρησε κατά το κρεββάτι του αντρός της, κάθησε δίπλα του στο σκαμνί κι' ακούμπησε το πρόσωπό της απάνω στα γόνατα του, πιάνοντάς του το χέρι. Εκείνος της το τράβηξε απρόσεχτα. Ύστερα ανασηκώνοντας το κεφάλι και κυττάζοντας τον άντρα της με μια σβυσμένη ματιά, αναστέναξε.

Το σήκωσε ψηλά, το χαμήλωσε ως τη γη, το ξανασήκωσε, το έκανε να γελάει, το έφερε έξω σφίγγοντάς το δυνατά στο στήθος της. Ο Τζατσίντο κάθισε έξω έχοντας ανοιχτά τα πόδια και ταλαντεύοντας τα χέρια του ανάμεσά τους, ενώ άκουγε την Καλίνα που τον προσκαλούσε να φάει μαζί της κουκιά μαγειρεμένα με γάλα.

Ο Δάσκαλος τους χαιρέτησε με χαρά και μόνο που δεν τονέ φίλησε το Νίκο: «Μωρέ κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε ! Μωρ' τι γίνηκες Νίκο !. . . » Καλωσόρισε και τη Λιόλια σφίγγοντας της το χέρι με μεγάλη φιλία. . . Αχ, βιολιά, βιολιά! γλυκά βιολιά !

Δε σούναι ακόμα ριζικό να κατεβείς στον Άδη, γιατί έτσι εγώ άκουσα φωνή θεών παντοτινώνεΕίπε, κι' εκείνος χάρηκε σαν άκουσε το λόγο, και μες στους Τρώες τρέχοντας τους λόχους σταματούσε, 55 τ' όπλο απ' τη μέση σφίγγοντας. Και στέκουν όλοι οι λόχοι.

Μεταβάς εις την απέναντι πλευράν της αιθούσης, ισαρίθμους έχουσαν θυρίδας, είδον δι' αυτών δύο κυρίους, μίαν κυρίαν και ωσεί οκταετές παιδίον, απαραλλάκτως αναπαυομένους επί σιδηράς τραπέζης και σφίγγοντας ομοίου κώδωνος το σχοινίον.

Η Νοέμι όμως είπε με πίκρα, σφίγγοντας λίγο τις γροθιές και απλώνοντάς τες προς τον Έφις: «Από τη στιγμή που ήρθε δεν κάνει άλλο από το να μην μας σέβεται. Μάλιστα, ήρθε χωρίς να μας πει τίποτα… Μόλις έφτασε άνοιξε παρτίδες με όλους εκείνους που μας περιφρονούν. Έπειτα άρχισε τους έρωτες με ένα κορίτσι από το χειρότερο σόι του χωριού. Μια που πάει ξυπόλυτη στο ποτάμι!

Μα το παλλικάρι το καλό, είνε παλλικάρι και στο θάνατό του. «Μ' έφαγαν τα σκυλιά», είπε μια, και σφίγγοντας τα δόντια, βαστώντας με το χέρι τα σωθικά του, που εχυνόντανε απ' την κοιλιά, βαστώντας με τα δόντια την ψυχή του, που του έφευγε απ' το στόμα, επρόφτασε κ' είπε· «Συντρόφια! πιάστε με και καθίστε με απάνω εκεί στα σκοινιά, κι' ακουμπήστέ με απάνω στο κατάρτι.... για να μην το καταλάβουν τα σκυλιά πως με σκότωσαν και πάρουν θάρρος.... για να μην το μάθουν κ' οι δικοί μας και δειλιάσουνε».

Όχι, κύριοι, να με συμπαθάτε· τα λόγια μου δεν είνε για σας· αποκρίθηκε ο Δημητράκης, βγάζοντας το καπέλλο και σφίγγοντας το χέρι τους φιλικά. Τυμβωρύχοι ναι· μα τυμβωρύχοι καλόβουλοι. Δε θέλετε να κλέψετε παρά να σώσετε ό,τι απόμεινε μέσα στα βιβλία μας. Φροντίζετε για την επιστήμη σας κ' είστε αξιέπαινοι. Θαυμάζω την προσπάθειά σας με όλη μου την ψυχή.

Ήτον αυτού δα, για την καλή της τύχη, κ'η πονόψυχη η Κερά Γιώργαινα και την εβοηθούσε στο περέχημα-η μόνη φιλενάδα της που την είχε πια σαν άλλη μητέρα: αυτή την έπιασε στα χέρια της, εκεί που ξεφώνιζε και τσάκιζε σε δυο σφίγγοντας με τα δυο της τα χέρια την κοιλιά της, και την πήγε στην κάμαρη και την έβαλε στο κρεββάτι και την παραστάθηκε. . . Σε μιαν ώρα μέσα γέννησε.

Αυτά 'πα και όλ' υπάκουσαν και τότε ως προς την Σκύλλα, την αναπόφευκτη πληγή, λόγοαυτούς δεν είπα, μη φοβηθούν οι σύντροφοι, και απ' την κουπηλασία παύσουν, και μέσα μου ριχθούντου καραβιού τα βάθη. 225 τότ' άφησα το βαρετό παράγγελμα της Κίρκης, 'που να μη ζωσθώ τ' άρματα πολύ μώχε συστήσει, και την καλή μου αρματωσιά φόρεσα, και δυο λόγχαις μακρυαίςτα χέρια σφίγγοντας ανέβηκα εις την πλώρη, ότι απ' αυτού να πρωτοϊδώ θαρρούσα εγώ την Σκύλλα, 230 πετροθεριό, 'που μώφερνε καταστροφή των φίλων. και αυτήν να ιδώ δεν δύνουμουν• τα μάτια μου αποκάμαν ολόγυρα εξετάζοντας την σκοτεινώδη πέτρα.