United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΕΤ. Αυτό το ξέρω καλά, διότι έμεινα νηστικός όλην την ημέραν έως αργά την νύκτα που ήλθες πιομένος και μου έφερες εκείνα τα πέντε κουκιά, τα οποία δεν είνε πολύ πλούσιον δείπνον δι' ένα πετεινόν ο οποίος υπήρξεν αθλητής και ηγωνίσθη όχι αδόξως εις τους Ολυμπιακούς αγώνας.

Δεν ήξερε γιατί, εδώ και λίγο καιρό, από το βράδυ εκείνο που είχε κουβαλήσει το καλάθι, από τότε που ο Τζατσίντο του είπε: «εσύ μαζεύεις λεφτά σαν να είναι κουκιά που θα τα δώσεις στα γουρούνια», ένοιωθε μέσα του ένα κενό, έναν περίεργο πόνο, σαν να του μετέδωσε ο ξένος το δικό του και όταν σκεφτόταν τις ξαδέλφες του αισθανόταν μια λύπηση ασυνήθιστη.

Το κάθε κτύπημά σου τη σάρκα μου θε να περνά, ως νάρθη μια στιγμή, που σαν το σύκο αμέτρητα κουκιά χρυσάφι μέσα στο αίμα μου, το θείο δάρσιμό σου να γυρνά! Πώς θάθελα να σ' έβλεπα σαν λυσσασμένο λύκο, 'πάνω μου να χουμίξης κι' εγώ νάμαι το αδύνατο το λάφι. Οι ανωτέρωΠρίσκιλλα ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Ετόλμησα κι' εμπήκα. . . ΕΥΝΙΚΗ. Ποιος είνε; Πρίσκιλλα εσύ;

Σύννεφα από άσπρες και κιτρινωπές πεταλούδες πέταγαν εδώ κι εκεί, κάθονταν και μπερδεύονταν στα λουλούδια των μπιζελιών, οι ακρίδες πετιόντουσαν και ξανάπεφταν σαν να τις παρέσερνε ο αγέρας, οι μέλισσες βούιζαν γύρω από τις ξερολιθιές και έμοιαζαν χρυσές από τη γύρη των λουλουδιών όπου κάθονταν. Μια σειρά παπαρούνες φλέγονταν ανάμεσα στο μονότονο πράσινο του χωραφιού με τα κουκιά.

Μια μαύρη φιγούρα ανέβαινε τον ανήφορο όπου τα χαμηλά κουκιά κυμάτιζαν κιόλας ασημένια στο φεγγαρόφωτο, κι εκείνος, που τη νύχτα ακόμη και οι ανθρώπινες μορφές του φαίνονταν μυστηριώδεις, ξανάκανε το σταυρό του.

Της εφάνη εις τον ύπνον της ότι ήτον νέα ακόμα· ότι ο πατήρ της και η μάνα της την υπάνδρευον, όπως την είχαν υπανδρεύσει και την είχαν «νεκροβλοήσει» τον καιρόν εκείνον, και την επροίκιζαν, δίδοντες αυτή και τον κήπον τον πατρώον, όπου αυτή εσκάλιζε κ' επότιζε τα κουκιά και τα λάχανα, όταν ήτον μικρή· και ο πατήρ της την εφίλευε τάχα, διά τον κόπον της και της έδιδε «τέσσερα κεφάλια» κεφάλια από λαχανίδες.

Πράγμα ασυνήθιστο, βλέποντας τον Έφις σταμάτησε.. «Τι κάνεις φορτωμένος μ’ αυτό το δισάκι; Κουκιά έκλεβες;» Ο Έφις σηκώθηκε με σεβασμό. «Είναι οι προμήθειες για τις κυράδες μου. Κι εσείς πού πάτεΚαι ο ντον Πρέντου εκεί κάτω πήγαινε.

Καθόλου σιτάρι, μόνον με κουκιά και κριθάρι βαστιώμαστε. — Τι με μέλει; είπεν ο Τριστάνος. Έζησα δυο χρόνια ολόκληρα σ' ένα δάσος και ζούσα με χόρτα, ρίζες, και με κυνήγι, και μάθετε ότι εύρισκα ωραία αυτή τη ζωή. Διατάχτε να μ' ανοίξουν την πόρτα». Ο Καερδέν είπε τότε: «Αφού είναι τόσο γενναίος, πατέρα, δεχτήτε τον να λάβη μέρος στα καλά μας και στης δυστυχίες μας». Με τιμή τον εδέχτηκαν.

Αν περάσης από τους κήπους, γερόντισσα, φώναξέ με να σε φιλέψω κανένα μαρούλι, κι' ολίγα κουκιά. Και απεμακρύνθη. Την εσπέραν η Φραγκογιαννού ευρίσκετο εις την Πέρα-Ράχην, εις το καλύβι του Κσμπαναχμάκη, Η σύζυγός του βοσκού, γυνή πλέον ή τριάκοντα ετών και μήτηρ πέντε τέκνων, έκειτο επί της κλίνης. Ήτο εις αθλίαν κατάστασιν.

Χθες επειδή δεν είχα τίποτε άλλο να σου δώσω να φας, σου έρριξα κάτι κουκιά που είχα όταν ήρθα και συ τα πήρες και τάφαγες χωρίς να διστάσης• ώστε ή ψέμματα λες ή είσαι ο Πυθαγόρας και έκαμες την παρανομίαν να φας κουκιά, πράγμα το οποίον, σύμφωνα με όσα εδίδασκες, είνε ως να έφαες το κεφάλι του πατέρα σου.