United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά τούτο, καθώς οι κυβερνήται των πλοίων, στέκομαι όρθιος και μόνος εις την πρύμνην και κρατώ το πηδάλιον, και οι μεν άλλοι επιβάται διασκεδάζουν και άμα νυστάξουν κοιμούνται, εγώ δε άγρυπνος και νηστικός σκέπτομαι και φροντίζω δι' όλους και ως μόνην αμοιβήν και απόλαυσιν έχω την τιμήν ότι θεωρούμαι κύριος.

Τι κόσμος ακατάστατος, ανούσιος, μωρός! ως πότε ο αθάνατος με τους θνητούς θα παίζη; αλλά ενώ φιλοσοφώ για όλα σοβαρός, φωνάζει η κυρία μου: «Ορίστε 'στο τραπέζιΛοιπόν και πάλι την κοιλιά ανάγκη να γεμίσω; Ω! βάστα με, γυναίκα μου, να μην αυτοκτονήσω. θα φάγω πάλι, θα μασσώ, θα ξεροκαταπίνω . . . Ούτε μια 'μέρα νηστικός να μη 'μπορώ να μείνω; Τι σιχαμένα φαγητά!

Και έδωκεν εις τον σύζυγόν της το εν τη παλάμη φυλασσόμενον αντίδωρον. — Αμ' εγώ ξέχασα κ' ήπια τσιμπούκι, Κρατήρα! Παρετήρησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος μετά θλίψεως, ήτις εφαίνετο ζωηρά εις το πρόσωπόν του. — Τι να γείνη! επανέλαβεν. Ας είμεθα καλά του χρόνου! — Φέρε το 'δώ, διέκοψεν αποτόμως ο Κομποδήμος χασμώμενος, εγώ είμαι νηστικός!

Να ζης! τουτέστι να γελάς, να κλαις, να φλυαρής, να ήσαι λόγιος, κλητήρ, κτηνίατρος, παπάς, για μια δραχμή να κόβεσαι και να δικηγορής, και νηστικός των υπουργών της πόρταις να κτυπάς. Να κάνης και συνδυασμό με τον Κατσικαπή, και για του έθνους να 'μιλής την τόση προκοπή!

Στη περίστασι εκείνης της ώρας Ο τρανός λαλητής μαζομένος, Νηστικός σε μιαν άκρα μουλλόνει. Κι' οχ την πείνα βαριά κιντυνεύει. Στη μεγάλη του αυτή στενοχώρια Στο Μυρμήγκι βιασμένος προστρέχει· Δείξου, φίλε, του λέγει, ευεργέτης Προς εμένα με μια καλοσύνη. Ανεπάντεχα κρύα μ' επήραν· Δεν ποτάζω, σπειρί να πορέψω. Πρόφτασέ με μ' ολίγο μειράδι Δανεικό οχ την πλούσια εισοδιά σου.

Μόλις το βράδυ βράδυ, σαν άρχισε το σκοτάδι και πλάκωνε, κι αυτός ακόμα λόγιαζε με μάτια ονειριασμένα ταντικρυνά τα βουνά ενός άλλου νησιού, καταπόρφυρα με την αντιφεγγιά του βασιλεμένου του ήλιου, μόλις τότε το στοχάστηκε πως όταν ξεπήδηξε από το καΐκι κ' έσυρε κατά την εξοχή, δε νοιάστηκε μήτ' ενός μερόνυχτου ψωμί να πάρη μαζί του. — Κι α μείνω και νηστικός μια νυχτιά, τι πειράζει! λέει τότες.

Αν αυτά δεν ανεφέροντο λεπτομερώς εις την ιστορίαν, θα εχάναμεν σπουδαία γεγονότα και η ζημία των Ρωμαίων θα ήτο υπερβολική, εάν ο Μαυσάκας ο Μαύρος διψών δεν εύρισκε να πίη και νηστικός επέστρεφεν εις το στρατόπεδον.

Αλλ' ακριβώς την στιγμήν εκείνην ηκούσθη μέγας θόρυβος εις τον διάδρομον, αμέσως δε η θύρα ηνοίχθη με πάταγον και εις το δωμάτιον εισήλθε ή μάλλον εισώρμησε ο οικοδεσπότης μου. Άνθρωπος όσον καλός και μειλίχιος νηστικός, τόσον σκαιός και θορυβώδης και ανοικονόμητος μεθυσμένος. Και ήτο στουπί αυτήν την φοράν. Ώρμησε και μ' ενηγκαλίσθη. — Φεύγεις, εφώναξε τραυλιζων.

Ώστε έχω όλην την όρεξιν να διδαχθώ από σε και να γίνω μαθητής σου• και ευχαρίστως θα κάθωμαι πλησίον σου νηστικός και διψασμένος διά να σε ακούω με στόμα ανοικτόν όσην ώραν θα εξακολουθής να μου ομιλής περί πολιτείας και νόμων. ΣΟΛ. Δεν είνε εύκολον, φίλε μου, να ομιλήση κανείς διά μιας, περί όλων αυτών.

Και σαν τους είδε πούσβυναν στο μοιρολόϊ ο Δίας 340 τους πόνεσε και λέει εφτύς της Αθήνας διο λόγια «Παιδί μου, πάει τον αφίσες στην τύχη τέτιονε άντρα· ή δε σ' τ' αγγίζει πια σταλιά τα σπλάχνα ο Αχιλέας; Μα δες τον! τώρα εκεί μπροστά στ' ορθόπλωρο καράβι κάθεται και μοιρολογάει το βλάμη, κι' όλοι οι άλλοι 345 πήγαν να φαν, μα νηστικός αφτός και διψασμένος. «Μα σύρε στάξ' του αθάνατο νερό στα στήθια μέσα εκεί που κλαίει, για να μπορεί στην πείνα να βαστάξει