United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άκουσε την ψυχή μου, που μιλεί· τη στιγμή που σε πρωτόειδα η καρδιά μου ευθύς ώρμησε να σε δουλέψη· αυτού υπάρχει δύναμις άξια να με σκλαβώση, και γι' αγάπη σου ιδού με, ευχαριστημένος φορτώνομαι ξύλα. ΜΙΡ. Μ' αγαπάς;

Έξω από το λιμάνι στην ανοιχτή θάλασσα, ολόασπρη και φωτεινή πέρα, κάτω από της ακτίνες του ήλιου, ώρμησε το καράβι. Στο Κάρχαιξ, ο Τριστάνος λυώνει από το κακό του. Περιμένει με πόθο τον ερχομό της Ιζόλδης. Τίποτε δε τον παρηγορεί πεια, κι' αν ζη ακόμη, είναι γιατί περιμένει. Κάθε μέρα έστελνε στην παραλία να κυττάξουν μήπως έρχεται το καράβι, και τι χρώμα έχει το πανί του.

Και μένεα πνέουσα, ανέστρεψε και έδεσε περί την οσφύν το έμπροσθεν μέρος της εσθήτός της, έρριψε μακράν τα σάνδαλά της διά να είνε ελευθέρα και ώρμησε προς καταδίωξιν των παιδιών.

Μία μόνη φρουρά ήτις ημύνετο πλησίον της Κοτύρτας και της Αφροδιτίας ώρμησε κατά του πλήθους των ψιλών, οίτινες ήσαν διεσπαρμένοι και τους έτρεψεν εις φυγήν, αλλ' αντιταχθέντων των οπλιτών υπεχώρησε· πάλιν, εξ αυτής δε εφονεύθησαν ολίγοι άνδρες και ελήφθησαν τα όπλα των. Τότε οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιον και απέπλευσαν εις τα Κύθηρα.

Ο άνθρωπος ούτος υπήρξεν ο μόνος όστις μοι απέδειξεν ότι το ψεύδος στομούται ενίοτε και καθίσταται ανίσχυρον όπλον. Μέχρι του καιρού εκείνου είχον καλλιτέραν ιδέαν περί της χρηστότητος του μέσου τούτου. — Εκεί είνε; επανέλαβεν ο άγνωστος. Και τούτο λέγων, ώρμησε διά ν' ανοίξη την θύραν, ην μοι εδείκνυε, την θύραν του θαλάμου, εν ώ ευρίσκεσο, κόρη μου.

Δος μου την επιστολήν! Αυθέντα. Δος μου την επιστολήν! Έλαβε την πινακίδα, την οποίαν τω έτεινεν ο Βινίκιος απηύθυνε χαιρετισμόν προς τους χριστιανούς και άλλον προς τον ασθενή, και κυρτωμένος ωλίσθησε κατά μήκος του τοίχου μέχρι της θύρας· μεθ' ο ώρμησε έξω. Εξερχόμενος εφοβείτο μήπως τον ακολουθήση ο Ούρσος και τον φονεύση και ηθέλησε να τρέξη, αλλ' οι πόδες του είχον παραλύση.

Αλλ' ενώ με τοιαύτην ορμήν εισέπλεεν, είδεν εξερχόμενον άλλο πλοίον χωρίς σημαίαν, το οποίον εξέλαβεν ως τουρκικόν. Και εν τη απογνώσει αυτής ώρμησε κατ' αυτού ίνα το πλευροκοπήση και το βυθίση. Το πλοίον όμως εκείνο ήτο ταχυδρομικόν και, οπισθοδρομήσαν ολοταχώς, ύψωσε την αγγλικήν σημαίαν, ούτω δε απέφυγε την σύρραξιν.

Σκύλλε! Αληθώς παρεφρόνησες! Ώρμησε κατά του Χίλωνος, του έδραξε τον πώγωνα με τας δύο χείρας, τον εκύλισε κατά γης και τον εποδοπάτησεν, επαναλαμβάνων με αφρίζοντα χείλη: — Θα αναιρέσης! Θα αναιρέσης τους λόγους σου! — Δεν δύναμαι, ώμοζεν ο Έλλην, υπό την πτέρναν του Τιγγελίνου. — Εις την βάσανον τον άνθρωπον τούτον!

Εδόθη εις τους Τούρκους το σημείον της επιθέσεως, και αμέσως εφώρμησαν κατά των Ελλήνων, έκαστον σώμα προς ους ήτον διωρισμένον, το δε ιππικόν όλον σχεδόν ώρμησε κατά των προτεταγμένων τακτικών· αυτοί εδέχθησαν τους ιππείς με μεγάλην ανδρίαν και, κατά την οποίαν είχον διαταγήν, οι εις την πρώτην σειράν τεταγμένοι πυροβολήσαντες μετέβησαν όπισθεν, το ίδιον έπραξαν και οι εις την δευτέραν.

Η κιγκλίς η απέναντι της αυτοκρατορικής εξέδρας ηνοίχθη και, εις τον στίβον, εν μέσω των κραυγών των θηριοφυλάκων, ώρμησε τεράστιος άγριος ταύρος της Γερμανίας με μίαν γυναίκα γυμνήν επί της κεφαλής δεδεμένην. — Λίγεια! Λίγεια! ανέκραξεν ο Βινίκιος.