United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μία γειτόνισσα, λάλος και φωνασκός, είχεν εγερθή πρώτη και αφύπνιζε διά των κραυγών της τους γείτονας όλους, όσων ο ύπνος ανθίστατο εις των κωδώνων τον κρότον, προσπαθούσα να εξυπνίση τον άνδρα και τα παιδία της. Ο σύζυγος της Νταραδήμος είχεν ανάγκην μοχλού διά να σταθή εις τους πόδας του. Η θύρα της οικίας των ήτο αντικρύ της του μπάρμπα-Διόμα.

Ο Άουλος έθεσε τελευταίαν φοράν την χείρα επί της κεφαλής της κόρης και οι στρατιώται προπεμπόμενοι υπό των κραυγών του μικρού Αούλου, όστις ήθελε να υπερασπισθή την αδελφήν του και ηπείλει τον εκατόνταρχον με τας ασθενείς πυγμάς του, απήγαγον την Λίγειαν εις την οικίαν του Καίσαρος.

Ξένος του Μεσσίου θρίαμβος! παράδοξος διακοπή των πανηγυρικών κραυγών! Αυστηρώς, κατά γράμμα, τρομερώς, εντός πεντήκοντα ετών, επληρώθη η προφητεία αύτη.

Ο λαός εσιώπησεν, οι κήποι αντήχησαν εκ μιας και μόνης απείρου οιμωγής, αποτελουμένης εκ χιλιάδων κραυγών οδύνης. Εν τούτοις τινές των μαρτύρων, εγείροντες τους οφθαλμούς προς τον αστερόεντα ουρανόν, έψαλλον την δόξαν του Χριστού. Ο λαός ήκουεν. Αλλά και αι σκληρότεραι καρδίαι κατελήφθησαν υπό τρόμου, όταν, εκ του ύψους των μικρών πασσάλων, σπαρακτικαί κραυγαί παιδίων ήρχισαν να φωνάζουν: Μητέρα!

Οι δε Αθηναίοι ιδόντες τα γενόμενα ταύτα ανέκτησαν το θάρρος των και εις έν πρόσταγμα ώρμησαν κατά των εχθρών μετά μεγάλων κραυγών. Οι δε Πελοποννήσιοι, ένεκα των σφαλμάτων, εις τα οποία είχον υποπέσει και της αταξίας, εις την οποίαν ευρίσκοντο βραχείαν αντέταξαν αντίστασιν και έπειτα ετράπησαν προς τον Πάνορμον, από του οποίου είχον αναχωρήσει.

Τα έτη αυτής μετρούμενα εις τα δάκτυλά μου ευρίσκοντο δεκαεπτά αντί δεκατεσσάρων· λογική και αριθμητική συνεμάχουν μάλλον με τα ώτα παρά με τους οφθαλμούς· και ο γέλως, ο αργυρόηχος αυτής γέλως, εν τω μέσω του θορύβου των κυμάτων, του κρότου των αλύσεων, του συριγμού των κελευστών, των κραυγών και οιμωγών των επιβατών, ο ουράνιος αυτής γέλως εφέρετο ως πνεύμα Θεού επί των υδάτων, καταπραΰνων τ' ανυπότακτα στοιχεία, και ηδύνων τον ύπνον της πασχούσης κεφαλής μου.

Και η φωνή πάλιν μου είπε οιονεί ψιθυρίζουσα : — Δεν είναι! ω! δεν είναι ένα θλιβερόν θέαμα! Αλλά προτού να εύρω λέξεις διά ν' απαντήσω, τα φάντασμα έπαυσε να σφίγγη την παλάμην μου, η φωσφορική λάμψις έσβυσε, και οι τάφοι εκλείσθησαν και πάλιν με αιφνιδίαν βίαν, ενώ εσηκώνετο ένας θόρυβος απελπιστικών κραυγών που επανελάμβανε : «Δεν είναι, ω! δεν είναι ένα θέαμα αληθώς θλιβερόν

Απομονωθείσα ούτως εν τω μέσω του ποταμού η δυστυχής οικογένεια, επερίμενεν από στιγμής εις στιγμήν αγωνιώσα την κατακρήμνισιν του θόλου, και επομένως τον όλεθρόν της· όθεν διά κραυγών, οδυρμών, και απελπιστικών κινημάτων επεκαλείτο βοήθειαν εκ της όχθης. Πολλοί κάτοικοι της Βερόνης, συναθροισθέντες εις τας όχθας του ποταμού, έβλεπον περίλυποι την δεινήν αυτήν θέσιν της οικογενείας.

Υπό τα ακατάπαστα ποδοκροτήματα στρόβιλος κονιορτού είχε περικαλύψει το αμφιθέατρον. Μεταξύ των κραυγών αντήχουν αραί: «Δολοφόνε! Μητροκτόνε! Εμπρηστά!» Ο Νέρων εφοβήθη.

Αλλά μετά μίαν στιγμήν, ανέπεσεν επί των ποδών της, συνεστάλη υπό τον σταυρόν και ήρχισε να γρυλλίζη, ως εάν η καρδία της η θηριώδης είχεν οίκτον προς το ανθρώπινον εκείνο ερείπιον. Οι υπηρέται του ιπποδρόμου ηρέθιζον την άρκτον διά των κραυγών των. Ο λαός έμενεν άφωνος. Εν τούτοις ο Χίλων ύψωσε βραδέως την κεφαλήν και περιέφερε τα βλέμματά του επί των θεατών.