United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσον διά τα φορέματα, είπεν εκείνος, δεν μου κάνουν χρείαν, με το να στέκω πάντα γυμνός. Μα στοχάσου, του είπεν ο καραβοκύρης, ότι δεν είνε τιμημένον πράγμα να στέκης έμπροσθέν μας έτσι γυμνός. Ω! ω! απεκρίθη εκείνος με θυμόν, θέλετε λάβει καιρόν να με συνηθίσετε. Αυτή η θηριώδης απόκρισις μας έβαλεν εις κάποιες υποψίες και φόβον.

Την αυγήν εκείνος ο θηριώδης γίγαντας όταν εξύπνησεν, εσηκώθη και εβγήκεν έξω από το παλάτι, και ημάς μας άφησεν εκεί, αλλ' όταν εκαταλάβαμεν πως αυτός εξεμάκρυνεν απ' εκεί, τότε όλοι ομού με μίαν φωνήν αρχίσαμεν να κλαίωμεν και να θρηνούμεν τόσον απαρηγόρητα που ηχολογούσεν από τις φωνές εκείνο το θανατηφόρον δι' ημάς παλάτι, και με όλον ότι ημείς είμεθα πολλοί εις τον αριθμόν και ο εχθρός που άρχισε να μας καταφάγη ήτον ένας, δεν εσυμβουλεύθημεν με τον θάνατόν του να ελευθερωθώμεν, αλλ' εστοχαζόμασθε άλλους τρόπους, όμως όλοι τέλος πάντων εφάνησαν ανωφελείς.

Εκηρύχθη εις όλην την πολιτείαν ένας τέτοιος σκληρός και θηριώδης νόμος του βασιλέως· όθεν δεν ηκούετο άλλο, παρά θρήνοι αξιοδάκρυτοι πατέρων και μητέρων διά τας αδικοφονευομένας θυγατέρας τους· άλλες μητέρες πάλιν έτρεμαν διά να μη πάθουν το ίδιον και οι θυγατέρες τους· και όλος ο λαός ήσαν εις μεγάλην σύγχυσιν, και αντί ευχές έδιδαν τόσες κατάρες του βασιλέως·

Ετούτος ο θηριώδης άνδρας μου, και άλλο τόσον κακότροπος, με το κακόν του φέρσιμον προς εμέ, με έκαμε περισσότερον να σε επιθυμήσω, και πάντα είχα την ελπίδα διά να σε ξαναϊδώ· μα η τύχη μου δεν άργησε να πληρώση έτσι ευτυχισμένα την επιθυμίαν μου, επειδή και ευρίσκω τον αγαπητικόν μου εις τον πλαστόν νυμφίον που μου εδόθη· ω συμβεβηκός θαυμάσιος! εγώ σχεδόν δεν ηξεύρω αν ημπορώ να το πιστεύσω.

Ο Σκούντας τον συνέλαβε και αυτός εκ του πώγωνος. Η Αϊμά τρέμουσα εκ του ψύχους, του άλγους και του φόβου, επλησίασε. Νέα αυτή συμφορά ην δεν ηδύνατο ουδέ να εννοήση. Δύο εχθροί. Πάλη τότε τρομερά συνέβη εν τω σκότει μεταξύ των δύο τούτων ανθρώπων. Πάλη θηριώδης και αδιάλλακτος. Σύγχυσις, ταραχή, κραυγαί και κρότος. Η Αϊμά έμεινε με το στόμα ανοικτόν, και δεν ηδύνατο να εννοήση τι συνέβη.

Αλλ' αυτή κυττάζοντάς με με χαρωπόν πρόσωπον μου λέγει με ένα πλαστόν χαμόγελο· παύσε τον θυμόν σου· και ευθύς είπε κάποια λόγια που εγώ δεν τα εκατάλαβα· ύστερα λέγει μεγαλοφώνως· διά μέσου της μαγικής μου ενεργείας, σε προστάζω ευθύς να γίνης ο μισός μάρμαρον και ο μισός να μείνης άνθρωπος, και ευθύς έγινα ως με βλέπεις, και ευρίσκομαι τώρα νεκρός εις τους ζωντανούς και ζων εις τους νεκρούς· και αφού με μετεμόρφωσεν εις την τέτοιαν αξιοθρήνητον κατάστασιν η θηριώδης μάγισσα, με άλλην ενέργειαν της μαγείας της με μετετόπισεν εδώ.

Οπόταν εκείνος ο άνθρωπος, τόσον θηριώδης καθώς σας τον επερίγραψα, επαρουσιάσθη έμπροσθεν του καραβοκύρη, και του είπε· Αφέντη, εγώ σου είμαι χρεώστης διά την ζωήν μου, έστεκα εις την ακμήν διά να χαθώ, αν δεν με εσύντρεχες. Κατά αλήθειαν, του απεκρίθη ο καραβοκύρης, ευρίσκεσο εις τα ολοίσθια να καταποντισθής εις τα κύματα αν η τύχη σου δεν ήθελε μας συναντήσει.

Ο φιλόσοφος εις αυτούς τους ονειδισμούς από την εντροπήν του ευθύς μετέβαλε την αγάπην του εις τόσον μίσος, και από γλυκύς αγαπητικός που εδείχνονταν, έγινεν εχθρός θηριώδης και ανήμερος· εθεώρησε την βασίλισσαν με ένα βλέμμα φοβεριστικόν και άγριον, έπειτα της είπεν· αχάριστη, μη στοχάζεσαι ότι εγώ θα σε αφήσω να μου καταφρονέσης με αυτόν τον τρόπον την αγάπην μου; εσύ θέλεις ενθυμηθή διά πολύν καιρόν με μεγάλην σου θλίψιν την παρακοήν που μου έκαμες· θέλω να σε παιδεύσω εις εκείνο το μέρος, που σου είναι περισσότερον αισθαντικόν, διά να μην έχης πλέον άνεσιν.

Ομοίως και έχιδναι και οι πτερωτοί όφεις της Αραβίας, εάν επολλαπλασιάζοντο, όπως η φύσις των είναι θηριώδης, το ανθρώπινον γένος δεν θα ηδύνατο να ζήση· αλλ' όταν συνέρχωνται τα ζώα ταύτα κατά ζεύγη, ενώ το άρρεν καταγίνεται να εκπέμψη την γονήν τον, το θήλυ προσκολλάται εις τον λαιμόν του και δεν το αφίνει πριν το καταφάγη.

Κραυγάζει αίφνης ο Καπετάν-Παρμάκης, έμπλεως οργής, θηριώδης, θαρρών ότι διά της φωνής του εκείνης συνέτριβεν υπό τους οδόντας του την μειλίχιον και ειρηνικήν παρειάν του κυρ-Δημάκη. — Κιμίκρ! Ελθών, είπεν εις το ους του κυρ-Δημάκη ο μογιλάλος αυτού υπηρέτης.