Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Οι πραγματευταί, που ήσαν πληροφορημένοι από εμέ διά το τοιούτον συμβάν, λέγουσι του καραβοκύρη ότι ο Σεβάχ ο θαλάσσιος ελευθερώθη και ευρίσκεται εδώ σώος και υγιής· και ιδού που έρχεται συντροφιασμένος με άλλους πραγματευτάς, δείχνοντάς με με το δάκτυλον.
Μήτε λέξη σε κανένα σαν ξημέρωσε· μόνο μαζεύω τα πράματά μου, τα δίνω ενός χαμάλη, και ξεκινώ κατά τη σκάλα. Βρίσκω καΐκι Μοσκονησιώτικο, πηδώ μέσα, και τα ξεκενώνω όλα του καραβοκύρη. Έπρεπε να τα πω, να ξεσκάσω. Ζήτησε να με καταπείση να γυρίσω στον τόπο μου, και όχι πάλε σε ξενιτειές. Του κάκου.
Με το φούντο στο λιμάνι γράμμα του καραβοκύρη: «Αδερφέ Βάραγγα· εφτάσαμε καλά με τη δόξα του Θεού. Ούτε σχοινάκι δεν κόπηκε»... Όταν ετελείωσε το φορτίο κ' επήραμε την άγκυρα ο καπετάν Δρακόσπιλος είπε του γραμματικού: — Τρέμουν τα νεφρά μου τ' αδέρφι· τόρα είνε το μεγάλο πήδημα. — Ντροπή μας!... αποκρίθηκε θαρρευτά εκείνος. Δεν κυτάς τι καιρό έχουμε; διαμάντι. Διαμάντι, ναι.
Εγώ είμαι υιός ενός καραβοκύρη της Μπάσρας, και ονομάζομαι Αμπουλβάρης. Ο πατέρας μου από μικρόθεν με επήρε κοντά του εις τα ταξείδια, που διά θαλάσσης έκανε διά τες Ινδίες· εις τρόπον που εις ηλικίαν δώδεκα χρονών εγνώριζα ένα μεγάλο μέρος από τα νησιά που περιέχει.
Έπειτα η Αμερικάνα επέθανε ή του έφυγεν ή και την εσκότωσε. — Είχε δα και στο βλέμμα κατιτί άγριο σαν του φονιά. — Λοιπόν την εσκότωσε. Αγόρασε το ξύλο. Μπα! αυτός ν' αγοράσει; αυτός να δουλέψη; Να, σε κάποιον κόρφο το ευρήκεν αρραγμένο, επήδησε μέσα τη νύχτα, εσκότωσε τον καραβοκύρη με τον λάζο του — είχε δα κ' ένα φοβερό λάζο! — έβαλε μέσα το παιδί του κ' εγύρισε στο νησί.
Οπόταν εκείνος ο άνθρωπος, τόσον θηριώδης καθώς σας τον επερίγραψα, επαρουσιάσθη έμπροσθεν του καραβοκύρη, και του είπε· Αφέντη, εγώ σου είμαι χρεώστης διά την ζωήν μου, έστεκα εις την ακμήν διά να χαθώ, αν δεν με εσύντρεχες. Κατά αλήθειαν, του απεκρίθη ο καραβοκύρης, ευρίσκεσο εις τα ολοίσθια να καταποντισθής εις τα κύματα αν η τύχη σου δεν ήθελε μας συναντήσει.
Ματαμπαίνει ο ΑΡΙΕΛ με τον Καραβοκύρη, και με τον πλωρήτη, που ακολουθούν τρομασμένοι. Κύτταξε, κύριε, κύτταξε, να και άλλοι της συντροφιάς μας! Εγώ είχα προφητέψει ότι, αν η στερηά είχε φούρκες, τούτο το υποκείμενο δεν θα επνιγότουν. Τώρα, βλάσφημε άνθρωπε, που στη θάλασσα δεν ηξέρεις παρά κατάρες, στη στερηά έχασες τη γλώσσα σου; Τι νέα;
Και τέλος έφθαναν στο συμπέρασμα να ευχηθούν του καραβοκύρη και το καρφί τους μάλαμα. Το μπρίκι του καπετάν Μαλάμου ορθό στη σκάρα του, λυγερόκορμο, με την πλώρη σπαθωτή, στεφανοζωσμένη την πρύμη, με τα ποντήλια του απλωτά ζερβόδεξα, έμοιαζε σαρανταποδαρούσα κοιμάμενη στην αμμουδιά.
Και ένα δημοτικόν τραγούδι μας δίδει την εικόνα πλήθους γυναικών, αι οποίαι τρέχουν προς την παραλίαν, επί τη εμφανίσει ενός πλοίου, όχι δια να μάθουν τα νέα ή να ερωτήσουν περί του απόντος συζύγου, αλλά διά ν' αγοράσουν ψιμμύθιον· και ασθμαίνουσαι ερωτούν: Βρε καλέ καραβοκύρη, πόσο δίνεις το φκιασίδι;
Ημείς εν τω άμα ηκολουθήσαμεν την συμβουλήν του καραβοκύρη και εκάμαμεν πανιά, αρμενίζοντες εις το πέλαγος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν