United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προσπαθούσε να καταλάβει την αρχή και την αιτία κάθε ομιλίας, και δειχνότανε τόσο ευχαριστημένος σανσύμφωνα με την ιδέα τουτο κατάφερνε. — Έγινα λοιπόν φιλόσοφος; Ρωτήθηκεν ο Ρένας κατεβαίνοντας στο υπόφραγμα. Φιλόσοφος ή ποιητής; Κάποιος ναύτης σκύβοντας από το βάρος ενός σχοινιού τον έσπρωξε λίγο με το φορτίο του, κι' ύστερα τον ρώτησε: — Μα δεν κάνεις καμιά δουλειά συ όλη την ημέρα;

Το βαπόρι πήρε τόρα όλο το φορτίο του, οι βάρκες γύριζαν αδειανές, με κάποιον μοναχικό επιβάτη προς το γιαλό, κι αυτό πάντα μαύρο και κατάμαυρο μέσα στη γαλανή αγκαλιά της θάλασσας, σούριξε βραχνά, πήρε σιγά-σιγά τη βόλτα του, άφρισε το νερό, και πήρε δρόμο, και ξέφυγε προς τ' ανοιχτά του πελάου.

Ξεσκεπάζοντας σε μας τον απόλυτο μηχανισμό κάθε είδους δράσεως και γλυτώνοντάς μας έτσι από το φορτίο της ευθύνης της ηθικής, που φορτωθήκαμε μοναχοί μας, και που μας είναι εμπόδιο για την πρόοδό μας, η επιστημονική αρχή της Κληρονομικότητος έγινε, όπως ήταν φυσικό, η εγγύηση για τη διανοητική ζωή. Μας έδειξε ότι ποτέ δεν είμεθα ολιγώτερο ελεύθεροι παρ' όταν προσπαθούμε να δράσωμε.

Εκείνος πάντα εστάθηκεν αόρατος κυβερνήτης του ξύλου, άγρυπνος φύλακας του θαλασσινού. Εκείνος εύρε πρώτος το τιμόνι κ' έσωσε το μυθικό πλεούμενο με το ανθρώπινο φορτίο του από του διαβόλου την επιβουλή. Και όμως εμείς τόρα τον εκάναμε θανάσιμον εχθρόν. Ποια η τύχη μας; Να τριγύρω τα σκότη και η άβυσσος! — Τίποτα! ετοιμάσθηκα να ρίξω πάλι κάτω τρανολάλητο.

Κι όλη την ώρα συλλογιζόμουνα το έρημο δρομαλάκι, με το άσπρο, ξερό του χώμα, που δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Συλλογιζόμουνα το νεογέννητο γαϊδουράκι, που τόδιωξε τόσο άγρια ο αγωγιάτης και θαρρούσα πως τόβλεπα τώρα μεγαλωμένο, γεμάτο πληγές, να σέρνη το φορτίο του στους δρόμους, υπομονετικό και παραπονεμένο.

Του απάντησεν ο Ευρύαλος, και αγνάντια ωνείδισέ τον• «Αλήθεια, δεν μου φαίνεσαι, ω ξένε, γυμνασμένος εις τα πολλ' αγωνίσματα, 'ς τον κόσμον όσα υπάρχουν, 160 αλλ' άνδρας, οπού με τρανό καράβι τριγυρίζει, ναυτών εμπόρων αρχηγός, και πάντοτ' είναι ο νους του εις το φορτίο, και άγρυπνοταις πραγματειαίς το μάτι, και προς τα κέρδη τ' αρπακτά• και αγωνιστής δεν δείχνεις».

Είχαμε κοντόγεμο το πλεούμενο που μας επλάκωσε η Λαμπρή. Ο καπετάνιος εφρόντιζε να πάρη το φορτίο του και να φύγη πριν έρθουν οι άγιες ημέρες· μα εστάθηκε αδύνατο. Έφτασε η Μεγάλη Πέφτη, έπαψε το φόρτωμα. Είδες τι θρήσκοι που είνε στη Ρωσσία! Θεός και Τσάρος· τίποτ' άλλο. Έπαψε κάθε τι κ' ερρίχθηκεν ο κόσμος στην εκκλησιά και τις προσευχές. Θέλοντας μη θέλοντας εκάναμε κ' εμείς το ίδιο.

Ο Έφις όμως ακούμπησε πάλι το κεφάλι κάτω κι έκλεισε τα μάτια, όχι γιατί τον πρόσβαλαν τ’ αστεία των αφεντικών του, αλλά γιατί αισθανόταν πολύ μακριά από εκείνους, από όλους. Μακριά, όλο και πιο μακριά, αλλά μ’ ένα βάρος να τον πλακώνει, μ’ ένα φορτίο που δεν του επέτρεπε να πάει παραπέρα ή να γυρίσει πίσω. Ήταν χειρότερα από τότε που έσερνε μαζί του τους τυφλούς. Τελικά ήρθε και ο γιατρός.

Μετά νόμιζε ότι θα ήταν ελεύθερος, θα κουβαλούσε μόνο το δικό του φορτίο με υπομονή, μέχρι το θάνατό του. Το πρώτο βράδυ διανυκτέρευσε σ’ ένα οδικό φυλάκιο της κοιλάδας, αλλά δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Η νύχτα ήταν διαυγής και γλυκιά. Στον λευκό ουρανό πάνω από την κοιλάδα, που την έκλειναν στήλες από βράχια, κρεμόταν το φεγγάρι σαν χρυσή λάμπα από το θόλο ενός ναού.