United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δεν ξαναγύρισε γιατί ο Χάρος τον βρήκε στο δρόμο του και τον πήρε μαζή του. Σαν είδε το φεγγάρι, αντρείεψε ο καϋμός της. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Το φεγγαράκι χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά με καλοσύνη.

Και πέρα ακόμα, ακόμα πέρα, μες απ του λόγκου τα σκοταδερά τρίσβαθα που ίσκιοι βαριοί τα πλάκωναν και φεγγάρι δεν τα διαπερνούσε, άπλωνε ολόγυρα, στους κρύους της νύχτας κόρφους βαθυηχούσε θλιβερό, νανουριστό, πένθιμο, κλαψερό το μυστικό παράπονο του Γκιώνη·Γκιω! Γκιωώ! Γκιωωώ ! .

Μου φαινότουν πως έτσι μονάχα θα να 'βρεσκα λαρωμό, πως έτσι θα να γλυκοκοιμιώμουν. Κι όσο να σκάση της χαραγής τ' άστρι στο καταρράχι του βουνού, κ' εγώ δε θυμάμαι πλια πόσα γλυκομιλήματα κρυφά ν' άλλαξα με τη δροσερή και μοσχοβολισμένη εκείνη νύχτα, σα βασίλεψε και το φεγγάρι στερνά και μας αφήκε στα σκοτεινά έτσι ολομόναχους.

Δεν πρέπει να κρίνεται με κανένα εξωτερικό μέτρον ομοιότητος. Είναι ένα βέλο μάλλον παρά ένας καθρέφτης. Έχει λουλούδια που κανένα δάσος δεν τάχει. Κάνει και χαλάει κόσμους και μπορεί να τραβήξη το φεγγάρι απ' τον ουρανό με μια πορφυρή κλωστή.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα τι ωφελεί κι' αν ήτανε, οπού αυτό δεν έχει σχέσι τόση με το φεγγάρι το παληό και νέο; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μια μέρα οι αντίδικοι να βρίσκωνται προτήτερα, και έτσι ο συμβιβασμός να γίνεται καλήτερα• ειδ' άλλως να βιάζωνται κι' από της νέας το πρωί της μέρας να δικάζωνται. ΠΑΣΙΑΣ. — Ο Μάρτυς και μετ' ολίγον ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ

Είναι τώρα τόσα χρόνια, που ήμην εις την Πόλιν, εις τα Θεραπειά, που επιάναμεν εγώ το ένα σας χέρι και η εξαδέλφη μου το άλλο, και σας εκάμναμεν κ α ν ά τ α μ ε δ ύ ο α υ τ ι ά, και έτσι κρεμασμέναις από το έν και το άλλο μέρος επεριπατούσαμεν εις την άκραν του Βοσπόρου με το φεγγάρι.

Μόλις όμως έφθασαν απάνω στην εκκλησιά, ξεπρόβαλε και τους έλαμψε μες το πρόσωπο τόσο που θάμπωσαν τα μάτια τους. . . Καλωσορίστε !-τους είπε το φεγγάρι. Τι γινήκατε τόσον καιρό ; Κανείς δεν έρχεται να με ιδή εμένα που είμαι ολομόναχο πάνω στα βουνά.

Και ύστερα; — Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι. — Μα θα πας; — Θα πάω. — Ξέρεις καλά το δρόμο; — Τι θα πη;... Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον θυμούμαι... Κ' έπειτα, αν έρθη κανένας απ' τους ξωμερίταις φίλος μου... — Θα τον παρακαλέσω να με πάη ολίγο παραπάνω, είπεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός. — Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο; — Όχι αλλά... — Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς.

« Απέθανα κ' ήλιος λαμπρός «'Στήν Ήπειρο προβαίνει, «'Σκορπίσθηκε το σύγνεφο, » Ελάμψανε τ' αθέρια, » Και το φεγγάρι 'πρόβαλε » Γελούμενο, τ' αστέρια » Εβγήκαν, άμα 'πώθανεν » Ο υιός του Τεπελένι

Τ' αυγουστιάτικο το φεγγάρι, κυκλωμένο κι ολόλαμπρο, έφεγγε καταμεσής τ' ουρανού, ίσκιωνε τες φυτιές και τα λαγκάδια, τες σπηλιές και τα ριζιμιά, τους φράχτες και τους πλοκούς, τα κλαριά και τες στοιβανιές· κ' εφώταε περίγυρα τα βουνά όλα και τους γκρεμνούς και το χωριό μέσα. Ήταν θεού χαρά. Μέρα η νύχτα.