Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουλίου 2025
Μα κι αυτό το φεγγάρι της ψυχής της, όπως και τάλλο τουρανού ήτονε γι' αυτήν πάντα το πρόσωπό της Βεργινίας, το κάτασπρο- από τότες που την είχε πλανέψει από πάνω στο βουναλάκι. . . Έξω ήτον καλοκαίρι: ήλιος ασπρόφλογος παντού . . βαθιά γλαυκή πέρα η θάλασσα που έστελνε κάθε απομεσήμερο δροσερές πνοές κ’ έδερναν ταπλωμένα ρούχα στις αυλές. . φρούτα. . τραγούδια τη νύχτα μες τους δρόμους που ανοίγανε λιγωμένη αγκαλιά στου φεγγαριού το σιγαλινόν ύπνο, τον ασημένιο. . λουλούδια. . κελαιδήματα πουλιών. . σύννεφα μεγάλα σαν τρικάταρτα καράβια μ' άσπρα παννιά σαν κάτεργα παλιά, ασάλευτα στις ράχες των βουνών, και καμμιά φορά σα Δράκοι κι αρχαίοι Θεοί που μπουμπούνιζαν πάνω απ’ τον Πάρνηθα και τον Υμηττό . . . Και μ' όλ' αυτά η Λιόλια κι όχι μονάχα η Λιόλια, μα κι ο Νίκος, ζούσανε μαζί σα μέσα σ' ένα υπόγειο που τους βάραινε το χαμηλό ταβάνι στο κεφάλι κι ο αέρας ο βαρύς στο στήθος Από 'κείνο το βράδυ που την είχε ξεγελάσει το φεγγάρι δε λαμπάδιασε πια η ψυχή του κοριτσιού-όσο και να την έσφιγγε ο αγαπημένος της μέσα στα δυνατά του χέρια ολοδικήν του πια! ολόδικός της ! μ' όση φλόγα και να κόλλαγε τα χείλια του στα δικά της.
Η ξανθή κοπέλλα έβαλλε τις φούχτες κάτω απ' τη βρύση και τα λευκά της χέρια ξεχείλισαν σαν ασημένιο ποτήρι. Ο φιλόσοφος έσκυψε στο ωραίο ποτήρι κ' έσβυσε τη δίψα του με νερό και με φιλήματα. Κι' ο φιλόσοφος νόμιζε πως ονειρεύεται... Ύστερα ξαπλώθηκαν απάνω στη δροσερή χλόη. Το φεγγάρι ήτανε σταματημένο απάνω απ' τα κεφάλια τους και τους έλουζε με το φως του.
ΒΕΡΑ — Αλλ' ας αλλάξουμε κουβέντα. ΜΙΣΤΡΑΣ — Έσκασε το Φεγγάρι. Κυττάξτε τι ωραία πού φωτίζεται το βουνό. Capo d' opera! ΒΕΡΑ — Μαγεία, μαγεία . . . Σα συνωμόται στο σκοτάδι. Τι βλέπετ' εκεί; ΜΙΣΤΡΑΣ — Κάνομε υποδοχή στο φεγγάρι. ΒΕΡΑ — Μόνος σας, κύριε Φλέρη. Δεν μας φέρατε τη μικρούλα. ΦΛΕΡΗΣ — Αφίστε με, δεσποινίς, με τη μικρούλα μου. Είναι ένα πλάσμα ανυπόφορο. Δεν ξέρω ποιανού έμοιασε.
Άπαξ του μηνός κατέπλεεν εις την χθαμαλήν ευλίμενον νήσον του, διά να φέρη εξοικονόμησιν εις την γρηά και εις τας δύο κόρας του. Αλλά ο γέρο-Σαλαμάστρας δεν ήτο ευχαριστημένος από το μερδικό, εγόγγυζεν απαύστως και μίαν πρωίαν του έφυγε και τον άφησε «μες τη μέση». Ύστερον, «από φεγγάρι σε φεγγάρι», είχεν ενίοτε τον μπάρμπα-Γιάννην τον Λαλούμενον.
Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρυνής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ηλίου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.
Σταμάτησε όμως στην είσοδο της εκκλησίας, κοίταξε προς τα επάνω και έβαλε μια φωνή. Όλοι έτρεξαν να δουν. Ήταν το καινούργιο φεγγάρι που γλιστρούσε πάνω στον τοίχο της αυλής σαν να ήθελε να κατέβει εκεί μέσα. Μετά το δείπνο ξανάρχισαν τα τραγούδια και οι φωνές γύρω από τις φωτιές. Ακόμη και ο ντον Πρέντου χόρευε κάνοντας ευτυχισμένες όλες τις γυναίκες που έλπιζαν να τις διαλέξει.
Η μια είταν άσπρη—ξέξασπρη και φόραγε χιονάτα, Κι’ είχε τον Ήλιο πρόσωπο με τες χρυσές του αχτίδες, Η άλλη είταν μελαχροινή, στα ολόμαυρα ντυμένη, Με το Φεγγάρι πρόσωπο κι’ αστέρινο στεφάνι, Και στην κορφή του στεφανιού, στη μέση του μετώπου, Ο λαμπερός Αυγερινός τη λάμψη του σκορπούσε... Κι’ ανάμεσα στες δυο αδερφές, τες πολυαγαπημένες, Κατακαθάρια ανατολή, αχτιδοστολισμένη.
Μόλις έλαβον καιρόν η γενειαίς της να στολίσουν την νύμφην. Τόσα καλούδια, τόσα πανωπροίκια. Είχε κεντήσει η ιδία τον ήλιον και το φεγγάρι εις τα μανίκια του μεταξωτού άλικου υποκαμίσου της. Εις την σκούφιαν της πάλιν είχε κεντήσει μεγάλην γάστραν με λουλούδια και με κλαδιά. Και εις την τραχηλιάν της είχε κεντήσει, διάφοραις κλάραις.
Περνάει όμως ο άνεμος της δυστυχίας και ο κόσμος σκορπάει, όπως τα σύννεφα στον ουρανό γύρω από το φεγγάρι, όταν φυσάει η τραμουντάνα.
Άμ' άρχισε κι άκουγε ταχτικά κι απανωτά ρουχαλίσματα αποκάτω, τινάζεται απάνω, και στακροπόδια του περπατώντας πάει και καθίζει κοντά σε παράθυρο. Ανάβει ένα τσιγάρο και κοιτάζει όξω. Κοιμητήρι αυτή την ώρα τολοζώντανο το χωριό. Βασιλεμένο και το φεγγάρι, ξάνοιγες δεν ξάνοιγες τα μέρη της εξοχής γύρω, λιόδεντρα από χλωρασιές, βράχους από χαμόδεντρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν