United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άμ' άρχισε κι άκουγε ταχτικά κι απανωτά ρουχαλίσματα αποκάτω, τινάζεται απάνω, και στακροπόδια του περπατώντας πάει και καθίζει κοντά σε παράθυρο. Ανάβει ένα τσιγάρο και κοιτάζει όξω. Κοιμητήρι αυτή την ώρα τολοζώντανο το χωριό. Βασιλεμένο και το φεγγάρι, ξάνοιγες δεν ξάνοιγες τα μέρη της εξοχής γύρω, λιόδεντρα από χλωρασιές, βράχους από χαμόδεντρα.

Ήρθε καιρός να του κάμη η καψογυναίκα του τις εννιά του. Παίρνει τον Παπα-Ξυδέα πάλι και παίρνει σπερνά, που έφτιασε, και παίρνει προσφορές και λιβάνια να πα να τόνε διαβάσουν. Πάνε στο κοιμητήρι, διαβαίνουν τα μνημούρια, φτάνουν και στου μαβρο-Λίακα τον τάφο. Τηράνε, τι να ιδούνε! Βλέπουν να κάθεται απάνου στον τάφο του ένα μεγάλο σκυλί σα δαμάλι.

Στοχαζόμενος επάνω εις τούτα τα λόγια που μου είπεν ο γέρων, εβγήκα χωρίς να απεικάσω από την χώραν, και επήγα και εμβήκα εις ένα κοιμητήρι μεγάλον, αποφασισμένος να μείνω εκεί την νύκτα. Έφαγα το ψωμί με ολίγην όρεξιν, τον καιρόν που έπρεπε να την είχα μεγάλην· έπειτα επλάγιασα σιμά εις ένα τάφον με το κεφάλι ακουμπισμένον εις ένα σωρόν πέτρες.

Και πώς να μη παραξενευθή, ας ήτο και καθ' ύπνον; Φαντασθήτε να βλέπη τις τα κόκκαλα των νεκρών εις το κοιμητήρι να ζωντανεύουν, να ορθούνται, να κτυπώνται μεταξύ των και να κάμνωσι τοιούτον φοβερόν θόρυβον!

Ο παπάς, μια φορά, δυο φορές, άρχιζε να τα χρειάζεται ο άμοιρος· να γίνεται σαν το κερί, να λυώνη. Έπαψε κιόλα να παγαίνη καταμόναχος στο κοιμητήρι. Ημέρα νύχτα εκατακλειώταν σπίτι του κ' εδιάβαζε τάγια του, κ' εδιάβαζε τα ιερά του.

Όλοι οι χωριανοί ανατρίχιαζαν μέρα μεσημέρι, όταν εδιάβαιναν μπροστά από το κοιμητήρι του Αγιοταξάρχη. Και ο Λίακας δύο φορές έβαλε στοίχημα, να κινήση τα μεσάνυχτα από την Κάτου Χώρα, να πάη στον Αγιοταξάρχη απάνου μοναχός, καταμόναχος· νάμπη στο κοιμητήρι, να διαβή τα μνήματα, πατώντας τις πλάκες, να πάη στο χωνεφτήρι· να πάρη, να γεμίση μια σακούλα αθρωποκέφαλα, να γείρη πάλι στην Κάτου Χώρα.

Φοβισμένος από τούτον τον θόρυβον, του οποίου δεν ήξευρα το αίτιον, εσηκώθηκα διά να φύγω και ξεμακρύνω από το κοιμητήριον, οπόταν δύο άνθρωποι που έστεκαν εις την πόρταν του κοιμητηρίου με εσταμάτησαν, και με ερώτησαν τις ήμουν και τι έκανα εις αυτό το κοιμητήρι. Εγώ είμαι, είπα, ένας δυστυχής ξένος, και μη έχοντας πού την κεφαλήν κλίναι, ήλθα διά να αναπαυθώ ετούτην την νύκτα εδώ.

Μετά μου είπε να μεταμφιεστώ και μαζί ξεγλιστρήσαμε από μια πόρτα του κήπου που οδηγούσε προς το κοιμητήρι. Δεν μας πήρε πολύ να φτάσουμε στο μέρος της εξαφάνισης του πρίγκιπα, ή να ανακαλύψουμε το μαυσωλείο που μάταια έψαχνα στο παρελθόν.